-
1 ήτρον
-
2 ἦτρον
-
3 ἦτρον
ἦτρον, τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρϑηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.
-
4 ητρον
τό1) живот, брюшная полость(τὰ κάτω τοῦ ἤτρου Arst.)
εἶχον θώρακας μέχρι τοῦ ἤτρου Xen. — (халибы) имели (носили) броню до нижней части живота, т.е. закрывавшую живот;τὰ περὴ τὸ ἦ. Plat.; — область живота2) ( в сосудах) вздутие, полость(τὸ ἦ. τῆς χύτρας Arph.)
-
5 ἦτρον
-
6 ἦτρον
ἦτρον, τό, der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts. Bauch eines Gefäßes, Topfes -
7 ὀλόπτω
ὀλόπτω, zupfen, rupfen, ausreißen, zerzausen; στήϑεος ἐκ μεγάλου λασίης ἐδράξαο χαίτης, ὤλοψας δὲ βίηφι, Callim. Dian. 76, wie ὠλόψατο χαίτην, Antip. Sid. 99 (VII, 241). Auch = abschälen, abhäuten, καὶ χλοεροῦ νάρϑηκος ἀπαὶ μέσου ἦτρον ὀλόψας, Nic. Th. 595 (also wohl mit λόπος verwandt).
-
8 ὑπ-ήτριον
-
9 ήτρου
-
10 ἤτρου
-
11 ήτρω
-
12 ἤτρῳ
-
13 ήτρων
-
14 ἤτρων
-
15 εὐήτριος
A with good or fine thread, well-woven, A.Fr.47; ; ὕφη (v.l. ὑφαί) D.H.Comp.23;ἱμάτιον Luc.Lex.9
; αἱ εὐ. σινδόνες, of cotton, Str.15.1.20.II [voice] Act., well-weaving,τὰν πέπλων εὐάτριον ἐργάτιν.. κερκίδα AP6.289
(Leon.).------------------------------------A = εὐκοίλιος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήτριος
-
16 θερμηρός
A for hot liquid, ποτήριον Hsch.s.v. κελέβη: [full] θερμηρόν (and [suff] θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θερμηρός
-
17 κίνητρον
κῑν-ητρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνητρον
-
18 κόσμητρον
κόσμ-ητρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόσμητρον
-
19 μίσητρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μίσητρον
-
20 μονοφυής
A single,ὀδόντες Hdt.9.83
; of bodily organs,τὰ μὲν μ. καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροί Arist.PA 669b13
; ; opp. πολυσχιδής, Id.PA 673b17 ([comp] Comp.); of trees or herbs, with a single stem, Thphr.HP2.6.9, Dsc.4.114; of mountains, with a single summit, Str.12.8.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονοφυής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ήτρον — ἦτρον, τό (Α) 1. το υπογάστριο 2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου 3. η εντεριώνη, η ψίχα τού καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. τού αθέματου τ. ήτορ* «καρδιά»] … Dictionary of Greek
ἦτρον — abdomen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλητρον — κήλητρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ητρον (πρβλ. μίσ ητρον, φίλ ητρον)] … Dictionary of Greek
υπήτριον — τὸ, Α 1. το μέρος τού σώματος κάτω από το ἦτρον*, το υπογάστριο 2. (κατά τον Αθήν.) «οὖθαρ, μαστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἦτρον «υπογάστριο»] … Dictionary of Greek
недро — мн. недра, укр. надро лоно, грудь , нiдра недра , др. русск. ядра мн. недра, глубина, лоно (Нестор, Жит. Бор. и Глеба: отъ ядръ земьныхъ), ст. слав. нѣдра мн. κόλπος (Супр.) наряду с ѩдра – то же (Клоц., Супр., Рs. Sin.), болг. недра (Младенов… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
UTERINA — inter puerperarum olim Deas, de quibus vide Augustin. de Civ. Dei, l. 7. Ab utero, sacrosancta illa corporis feminei parte, quam commendandis rebus suis principes feminas saepe nominare, legimus apud Poetas. Sic Ceres apud Claudian. l. 1. Raptus… … Hofmann J. Lexicon universale
ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… … Dictionary of Greek
δέρτρον — δέρτρον, το (Α) 1. η μεμβράνη που περιβάλλει το συκώτι και τα εντόσθια 2. το ράμφος τού γερακιού 3. πληθ. τύμπανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω + (επίθημα) –τρον δηλωτικό τού οργάνου (πρβλ. ήτρον, κάλυπτρον)] … Dictionary of Greek
ητριαίος — ἠτριαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο υπογάστριο, τού υπογαστρίου,τής κοιλιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἠτριαῑον το στομάχι, η κοιλιά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡτριαία η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρον «υπογάστριος» + ιαίος (πρβλ. νεφρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
ἤτρου — ἤ̱τρου , ἦτρον abdomen neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤτρων — ἤ̱τρων , ἦτρον abdomen neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)