Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐκοίλιος

См. также в других словарях:

  • εὐκοίλιος — easing the bowels masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκοίλιος — α, ο (ΑΜ εὐκοίλιος, ον) αυτός που διευκολύνει την κένωση τής κοιλιάς, ο ενεργητικός, ο εκκενωτικός, ο υπακτικός (α. «ευκοίλια φάρμακα» β. «τι δυσκοίλιον ἤ εὐκοίλιον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που έχει την κοιλιά εύκολη στις κενώσεις, ο εύκολος… …   Dictionary of Greek

  • ευκοίλιος — α, ο 1. για φάρμακα, αυτός που διευκολύνει την κένωση. 2. για ανθρώπους και ζώα, αυτός που δε δυσκολεύεται στην κένωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκοιλιώτερον — εὐκοίλιος easing the bowels masc acc comp sg εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc comp sg εὐκοίλιος easing the bowels adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοίλιον — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem acc sg εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοιλιώτερα — εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοιλίου — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοιλίους — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοιλίων — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοίλια — εὐκοίλιος easing the bowels neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκοίλιοι — εὐκοίλιος easing the bowels masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»