-
1 δοθιήν
(-ήνος) ο чирей, фурункул -
2 ελαιοπυρήν
(-ήνος) ο1) косточка маслины; 2) см. ελαιοπίττα -
3 καπνοσωλήν
(-ήνος) ο железная печная труба -
4 λειχήν
(-ήνος) ο, λειχήνα η мед., бот. лишай -
5 πηλοσωλήν
(-ήνος) ο глиняная труба -
6 σπλήν
(-ήνός) I ο см. σπλήνασπλήν2II τό άκλ. сплин, тоска, хандра -
7 σφήν
-
8 τορπιλ(λ)οσωλήν
(-ήνος) ο торпедный аппарат -
9 τορπιλ(λ)οσωλήν
(-ήνος) ο торпедный аппарат -
10 χήν
(-ηνός) ο, η гус|ь, -ыня -
11 ψήν
(-ηνός) ο орехотворка (насекомое) -
12 Ελλην
-
13 Αζαν
-
14 ανελλην
-
15 απτην
- ῆνος adj.1) неоперившийся(νεοσσοί Hom.)
2) бескрылый(ἐφημέριοι Arph.; ζῷα Plat.)
3) бесперый(ὄρνις Plut.)
-
16 ατταγην
-
17 δοθιην
-
18 ημιελλην
-
19 καμασην
-
20 Κεβρην
- ῆνος ὅ Кебрен ( город и река в Троаде) Xen., Dem. etc.
См. также в других словарях:
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πρωτοσφήν — ῆνος, ό, Α η πρώτη σφήνα, δηλαδή το αρχικό αιχμηρό κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που ωθείται με χτύπημα ανάμεσα σε δύο σώματα ή στα μέρη ενός σώματος και τά διαχωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφήν, ηνός «σφήνα»] … Dictionary of Greek
φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] … Dictionary of Greek
φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] … Dictionary of Greek
Τιτήν — ῆνος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. Τιτάν … Dictionary of Greek
Ωγήν — ῆνος, ὁ, Α βλ. ωκεανός … Dictionary of Greek
πειρήν — ῆνος, ὁ, Α είδος ψαριού … Dictionary of Greek
πετήν — ῆνος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο πετεινός … Dictionary of Greek
πολύρρην — ηνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αμάρτυρος τ. *ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)] … Dictionary of Greek
πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] … Dictionary of Greek
σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα … Dictionary of Greek