-
21 Κεφαλλην
-
22 κηφην
- ῆνος ὅ1) зоол. трутень Xen., Arst. etc.2) перен. трутень, тунеядец, дармоед Hes., Arph., Plat., Plut. -
23 κωλην
-
24 λειχην
-
25 μιξελλην
-
26 μισελλην
-
27 πευθην
-
28 πολυρρην
-
29 πυρην
(ἐλαίης Her.)
οἱ ἐκ τῶν δακτύλων πυρῆνες Arst. — финиковые косточки -
30 σειρην
- ῆνος ἥ1) pl. αἱ Σειρῆνες Сирены (миф. девы, обитавшие у южн. берегов Италии, завлекавшие своим пением мореплавателей и убивавшие их, у Hom. их две - νῆσος Σειρήνοιϊν, у Plat. - восемь)2) коварная очаровательница Eur.3) очарование, обаяние, прелесть(λόγων σ. καὴ χάρις Plut.)
4) «сирена» ( вид дикой пчелы) Arst. -
31 σωλην
- ῆνος ὅ1) канава, канал, желоб, водопровод Her., Plut.2) трубка для распыления благовоний, пульверизатор(ἀργυροῖ καὴ χρυσοῖ σωλῆνες Plut.)
3) зоол. морской черенок ( моллюск Solenensis) Arst. -
32 Τιταν
(Τιτᾶνες и Τιτανίδες - дети Урана и Геи: сыновья - Океан, Кей, Крий, Гиперион, Иапет, Крон и дочери - Тая, Рея, Темида или Фемида, Мнемосина, Феба и Тетида или Фетида; свергнув своего отца с престола, они завладели миром, пока сами не были побеждены и низвергнуты в Тартар Зевсом) Hom., Hes., Trag. etc.
-
33 Τιτην
-
34 Τροζην
- ῆνος ἥ Трезен (главный город обл. Τροιζηνία в Арголиде) Her., Thuc., Xen. -
35 Τροιζην
- ῆνος ἥ Трезен (главный город обл. Τροιζηνία в Арголиде) Her., Thuc., Xen. -
36 φιλελλην
-
37 Χεφρην
-
38 Ωλην
- ῆνος ὅ Олен (уроженец Ликии, легендарный зачинатель гимнической поэзии в честь Аполлона) Her. -
39 ατμοσειρήνα
[-ήν (-ήνος)] η гудок (пароходный, паровозный и т. п.), сирена, паровой свисток -
40 ατμοσωλήνας
[-ήν (-ήνος)] ο паропровод
См. также в других словарях:
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πρωτοσφήν — ῆνος, ό, Α η πρώτη σφήνα, δηλαδή το αρχικό αιχμηρό κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που ωθείται με χτύπημα ανάμεσα σε δύο σώματα ή στα μέρη ενός σώματος και τά διαχωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφήν, ηνός «σφήνα»] … Dictionary of Greek
φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] … Dictionary of Greek
φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] … Dictionary of Greek
Τιτήν — ῆνος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. Τιτάν … Dictionary of Greek
Ωγήν — ῆνος, ὁ, Α βλ. ωκεανός … Dictionary of Greek
πειρήν — ῆνος, ὁ, Α είδος ψαριού … Dictionary of Greek
πετήν — ῆνος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο πετεινός … Dictionary of Greek
πολύρρην — ηνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αμάρτυρος τ. *ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)] … Dictionary of Greek
πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] … Dictionary of Greek
σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα … Dictionary of Greek