1 ανελλην
(στόλος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь > ανελλην
2 ανελληνιστος
Древнегреческо-русский словарь > ανελληνιστος
3 ανελληνοστολος
(ὅμιλος - v. l. ἀνέλλην στόλος)
Древнегреческо-русский словарь > ανελληνοστολος
ανέλλην — ἀνέλλην, ο, η (Α) μη Έλληνας, μη ελληνικός, ξένος … Dictionary of Greek