-
1 σπλήνα
η1) анат. селезёнка; 2) мед. увеличение селезёнки;έχει τη σπλήνα — у него болит селезёнка;
§ είμαι σπλήνα — быть фанатиком
-
2 σπλήνα
[сплина] ουσ. θ. (ανατ.) селезёнка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σπλήνα
-
3 σπλήνα
[сплина] ουσ θ (ανατ) селезёнка. -
4 αντιζυγος
2взаимно сопряженный, т.е. симметрично расположенный, держащий равновесие(τὸ ἧπαρ ἔχει ὥσπερ ἀντίζυγον τὸν σπλῆνα Arst.; ἀντίζυγα πέταλα Plut.)
-
5 σπλην
-
6 σπλήν
(-ήνός) I ο см. σπλήνασπλήν2II τό άκλ. сплин, тоска, хандра
См. также в других словарях:
σπλήνα — σπλήνα, η και σπλήνας, ο όργανο του σώματος: Υποφέρει από τη σπλήνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… … Dictionary of Greek
σπλῆνα — σπλήν milt masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλῆν' — σπλῆνα , σπλήν milt masc acc sg σπλῆνε , σπλήν milt masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
σπληναλγία — η, Ν ιατρ. πόνος στη σπλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splenalgia (< σπλήνα + αλγία*)] … Dictionary of Greek
σπληνικός — ή, ό / σπληνικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπλήν, ηνός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπλήνα («σπληνικός τρόπος», Ιπποκρ.) νεοελλ. φρ. α) «σπληνική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής κοιλιακής αορτής που φέρεται προς την σπλήνα ακολουθώντας το άνω περίγραμμα τού… … Dictionary of Greek
σπληνοειδής — ές, Ν αυτός που έχει το σχήμα τής σπλήνας, όμοιος με σπλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + ειδής*] … Dictionary of Greek
σπληνοκύτταρο — το, Ν ιατρ. παλαιότερη ονομασία τού μεγάλου μονοπύρηνου φαγοκυττάρου το οποίο μεταναστεύει στη σπλήνα και παραμένει σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenocyte (< σπλήνα + cyte < κύτος «κοιλότητα» βλ. και λ. κύτταρο / κυτο )] … Dictionary of Greek
σπληνονεφρικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται συγχρόνως στη σπλήνα και στους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήνα + νεφρό, νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. splenorenal] … Dictionary of Greek
σπληνοπαγκρεατικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σπλήνα και στο πάγκρεας ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. splenopangreatic (< σπλήνα + πάγκρεας)] … Dictionary of Greek