-
1 ημιελλην
См. также в других словарях:
ημιέλλην — ἡμιέλλην, ὁ (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ Έλληνας, μισοέλληνας («ἡμιέλλην γάρ τις ὤν ἐτύγχανε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + Έλλην (πρβλ. μισ έλλην, φιλ έλλην)] … Dictionary of Greek
ἡμιέλλην — half Greek masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek