-
1 Ορεκτικός
[трэптикос] επ. питательный. Θ.επτικότητα [трэптикотита] ουσ. Θ. питательность. Θ.έφω [трефо] ρ. кормить Θ.έψη [трэпси] ουσ. θ. откармливание, вскармливание, Θ.ήνος [тринос] ουσ. α рыдание, плач, Θ.ηνώ [трино] ρ. рыдать, оплакивать. Θ.ησκεία [трискиа] ουσ. θ. религия. Θ.ησκευτικός [трискэфтикос] επ. религиозный, Θ.ήσκος [трискос] επ. верующий. Θ.ιαμβευτής [триамвэфтис] ουσ. а. победитель, Θ.ιαμβευτικός [триамвэфтикос] επ. победный, Θ.ιαμβεύω [триамвево] ρ. ликовать Θ.ίαμβος [триамвос] ουσ. α триумф, ликование, Θ.όνος [тронос] ουσ. а. трон, престол. Θ.υλικός [триликос] επ. ужастный Θ.ύλος [трилос] ουσ. а. легенда. Θ.υμματίζω [тримматизо] р. дробить, крошить, Θ.ελλα [тиэлла] ουσ. Θ. шторм, гроза. Θ.ελλώδης [тиэллодис] επ. бурный, грозовой, Θ.μα [тима] ουσ. о. жерт Θ.μάρι [тимари] ουσ. о. тимьян Θ.μιάζω [тимиазо] р. курить фимиам Θ.μίαμα [тнмиама] ουσ. о. фимиам Θ.μιατό [тимиато] ουσ. о. курильница. Θ.μίζω [тимизо] р. напоминать, Θ.μός [тимос] ουσ. а. гнев, ярость, раздажение. Θ.μωμένος [тимомэнос] επ. раздражённый, Θ.μώνω [тимоно] ρ. (μτβ.) сердить, раздражать, Θ.ρωρός [тиророс] ουσ. а. швейцар. Θ.σία [тисиа] ουσ. Θ. жертва, Θ.σιάζω [тисиазо] р. жертвовать. Θ.ρώ [торо] р. наблюдатьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ορεκτικός
См. также в других словарях:
πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] … Dictionary of Greek
πρωτοσφήν — ῆνος, ό, Α η πρώτη σφήνα, δηλαδή το αρχικό αιχμηρό κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που ωθείται με χτύπημα ανάμεσα σε δύο σώματα ή στα μέρη ενός σώματος και τά διαχωρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφήν, ηνός «σφήνα»] … Dictionary of Greek
φαλλήν — ῆνος, ὁ, Α προσωνυμία τού Διονύσου («ἡ δὲ [Πυθία] αὐτοὺς σέβεσθαι Διόνυσον Φαλλήνα ἐκέλευσεν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. πευθ ήν)] … Dictionary of Greek
φυκήν — ῆνος, ὁ, Α φύκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φύκης με επίθημα ην, ῆνος (πρβλ. λειχ ήν)] … Dictionary of Greek
Τιτήν — ῆνος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. Τιτάν … Dictionary of Greek
Ωγήν — ῆνος, ὁ, Α βλ. ωκεανός … Dictionary of Greek
πειρήν — ῆνος, ὁ, Α είδος ψαριού … Dictionary of Greek
πετήν — ῆνος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ο πετεινός … Dictionary of Greek
πολύρρην — ηνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα («ἐν δ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αμάρτυρος τ. *ῥήν «ποίμνιο» (που μαρτυρείται στην αιτ. ῥῆνα)] … Dictionary of Greek
πρητήν — ῆνος, ὁ, Α ενιαύσιος αμνός, χρονιάτικο αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρατήνιον*] … Dictionary of Greek
σειρήν — ῆνος, ἡ, Α βλ. σειρήνα … Dictionary of Greek