-
1 ζημία
ζημία, ἡ (kretisch δαμία, damnum), – 1) Verlust, Schaden, Ggstz κέρδος, Plat. Legg. VIII, 835 b; Xen. Cyr. 2, 2, 12 (neben βλάβη) Arist. Eth. 5, 4 u. öfter; Ggstz ὠφέλεια, Xen. Mem. 2, 3, 6; ζημίαν ποιεῖν τινι, Nachtheil bringen, Ar. Put. 1124; ζημίαν λαβεῖν, Schaden leiden, Dem. 11, 11. – 2) Strafe, bes. Geldstrafe, χρημάτων ζημίαις κολάζει ν Plat. Legg. VIII, 847 a; ἐκ τίνειν, bezahlen, VI, 774 e; Isocr. 1, 28; ἀποτίνειν Her. 2, 85; so καταβάλλω, ὀφλισκάνω, s. Poll. 8, 147, ἐπιτιϑέναι Plat. Legg. II, 662 b. Uebh. Strafe, auch Todesstrafe, Din. 1, 60; ϑάνατος ζημία ἐπικέεται Her. 2, 38; ϑάνατον ζημίαν προϑεῖσι Thuc. 3, 44; Xen. Mem. 1, 2, 62 u. öfter. – Καϑαρὰ ζημία, reiner Taugenichts, Alciphr. 3, 21, vgl. Ar. Ach. 737 u. Alexis Ath. III, 104 e.
-
2 ζημία
ζημία, ἡ (kretisch δαμία, damnum), (1) Verlust, Schaden, Ggstz κέρδος; Ggstz ὠφέλεια; ζημίαν ποιεῖν τινι, Nachteil bringen; ζημίαν λαβεῖν, Schaden leiden. (2) Strafe, bes. Geldstrafe; ἐκ τίνειν, bezahlen. Übh. Strafe, auch Todesstrafe. Καϑαρὰ ζημία, reiner Taugenichts
См. также в других словарях:
ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημία — [зимиа] ουσ. В. ущерб, убыток, вред … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)