Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἁπλῆ

См. также в других словарях:

  • ἁπλῆ — ἁπλόος twofold fem nom/voc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλῇ — ἁπλόος twofold fem dat sg (attic epic) ἁπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπλή — ἁπλός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …   Dictionary of Greek

  • ἁπλῆι — ἁπλῇ , ἁπλόος twofold fem dat sg (attic epic) ἁπλῇ , ἁπλός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλυτής — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… …   Dictionary of Greek

  • αναλύτης — Απλή συσκευή (γυάλινο κάτοπτρο, πλάκες διπλοθλαστικών σωμάτων, πολωτική επίστρωση κλπ.) με την οποία μπορεί να εξακριβωθεί αν μια ακτίνα φωτός είναι φυσική ή πολωμένη και να βρεθεί η διεύθυνση πόλωσης, γιατί επιτρέπει τη διέλευση μόνο της… …   Dictionary of Greek

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • νήμα στάθμης — Απλή συσκευή που χρησιμοποιείται για να υποδείξει τη διεύθυνση της βαρύτητας σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο. Αποτελείται από ένα βαρύ τεμάχιο (συνήθως μολύβδου) το οποίο κρεμάται στην άκρη ενός νήματος. Αν στερεώσουμε τη μια άκρη του νήματος και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»