-
1 προς-τρίβω
προς-τρίβω, daran reiben, abreiben, ἀμβλὺν ἤδη προςτετριμμένον τε πρὸς ἄλλοισιν οἴκοις, Aesch. Eum. 229; – durch Anreiben mittheilen, anhängen, zufügen, γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προςτρίβεται, Aesch. Prom. 329; Ar. im med., πληγὰς ἀεὶ προςτρίβεται τοὺς οἰκέτας, Equ. 5, gewissermaßen Schläge einreiben, prügeln; u. so im med. in sp. Prosa öfter, bes. mit Schmach, Vorwurf beflecken, ἔοικεν ὥςπερ συγγενικὸν νόσημα αὐτῷ προςτρίψασϑαι τὴν φιλαργυρίαν ἡ φύσις, Plut., der de cap. ex host. util. p. 278 sagt Θεμιστοκλεῖ δὲ Παυσανίας μηδὲν ἀδικοῠντι προςετρίψατο τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας, er machte, daß auch auf ihn der Verdacht des Verrathes fiel, welcher Ausdruck wahrscheinlich vom Besudeln mit Schmutz oder angespritzten Farben hergenommen ist; vgl. noch μήνιμά τινι προςτρίψομαι, Antiph. IV β 8; seltner auch von guten Dingen, πλούτου δόξαν τινὶ προςτρίβεσϑαι, Einem die Meinung des Reichthums zuwenden, d. i. Andere glauben machen, daß er reich ist, Dem. 22, 75. 24, 183.
-
2 προς-απο-τρίβω
προς-απο-τρίβω, daran abreiben, τῇ ψάμμῳ τὰ ᾠά, Ael. H. A. 9, 63, am Sande sich reibend, setzen ste die Eier ab.
-
3 προς-επι-τρίβω
προς-επι-τρίβω, noch dazu, noch mehr aufreiben, belästigen, bedrücken, Plut. stoic. repugn. 31.
-
4 προς-ανα-τρίβω
προς-ανα-τρίβω, daran reiben, τὰ κέρατα τοῖς δένδροις, Ael. H. A. 6, 1; med. übtr., sich an Einem reiben, τινί, d. i. sich an ihm im Kämpfen u. Disputiren üben, Plat. Theaet. 169 c; Plut. amator. 5.
-
5 προς-δια-τριβω
προς-δια-τριβω, dabei verweilen, damit umgehen; τινί, mit Einem, Plat. Theaet. 168 a; Plut.
-
6 προς-βολή
προς-βολή, ἡ, das Hinzuwerfen, -führen, -bringen; τρίβῳ καὶ προςβολαῖς, Aesch. Ag. 380; ὀμμάτων εἴς τι, Plat. Theaet. 153 e; der Angriff, das Anstürmen, das Berennen einer Stadt, oft bei Her., πρὸς τὸ τεῖχος, 8, 101; Thuc. προςβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι μηχαναῖς τε καὶ ἄλλῳ τρόπῳ, 2, 18, u. öfter; Ἐρινύων, Aesch. Ch. 281, vgl. Spt. 78; auch δυοῖν γὰρ εἶχε προςβολὰς μιασμάτων, Eum. 570; Angriff, ὅτου δαιμόνων, Ar. Pax 39; – auch freundlich, φίλιαι προςβολαὶ προςώπων, Eur. Suppl. 1137; Umarmung, Med. 1074; – παρέχει προςβολὴν καὶ ἐπαφήν τινα, Plat. Soph. 246 a; πυρὸς ἢ χειμῶνος προςβολῇ, Legg. IX, 865 b; Xen. εἰς προςβολὴν καϑιέντες τὰ δόρατα, An. 6, 3, 25, wo v. l. ist προβολήν, zum Angriff die Speere senken, fällen; προςβολὴν ποιεῖσϑαι πρὸς τὸν λόφον, Pol. 2, 66, 10, u. öfter, bes. vom Stürmen der Städte; auch τῇ ἄκρᾳ προςβολὰς ποιούμενος, 5, 48, 14; auch πᾶσαι προςβολαὶ χάρακος, Angriffspunkte, 18, 1, 14; – Landungsplatz, ἦν γὰρ αὐτοῖς τῶν τε ἀπ' Αἰγύπτου καὶ Λιβύης ὁλκάδων προςβολή, Thuc. 4, 53; ἐν προςβολῇ, Luc. Tox. 37. – Auch pass., das Zugeworfene, Schicksal, κακαί, Eur. El. 829; προςβολαὶ ϑεῖαι, göttliche Schickungen, Antiph. 3 γ 8. – Am Eisen, προςβολὴ σιδήρου, nach Phryn. in B. A. 58 die Verstählung, τὸ στόμωμα, τὸ προςτιϑέμενον ἐπ' ἄκρῳ τῷ σιδήρῳ.
-
7 παρα-τρίβω
παρα-τρίβω, daneben reiben; ἐπεὰν χρυσὸν τὸν ἀκήρατον παρατρίψωμεν ἄλλῳ χρυσῷ (auf dem Probirstein), διαγιγνώσκομεν τὸν ἀμείνω, Her. 7, 10; vgl. Theogn. 417, ἐς βάσανον δ' ἐλϑὼν παρατρίβομαι ὥςτε μολίβδῳ χρυσός, u. 1101; denn durch das Reiben oder Streichen des Goldes auf dem Probirsteine prüfte man die Aechtheit oder Reinheit desselben im Vergleich mit einer andern Metallmasse; übh. an der Seite abreiben, an Etwas reiben, οὔρῳ τοὺς ὀδόντας D. Sic. 5, 33, u. a. Sp.; u. med. sich an einander abreiben, Arist H. A. 5, 5. – Uebertr., sich reiben an Einem, in feindliche Berührung mit Einem kommen, sich mit ihm verfeinden, πρός τινα, Pol. 4, 47, 7. 9, 11, 2 u. öfter; auch τινί; – παρατρίψασϑαι τὸ μέτωπον, wie das lat. os od. frontem perfricare, die Stirn durch wiederholtes Reiben gegen alles Erröthen gleichsam verhärten, oder sich die Zeichen der Schaam von der Stirn wegreiben, dah. unverschämt sein oder werden, Strab. XIII, 603; Eust.
-
8 δια-τρίβω
δια-τρίβω, zerreiben; ῥίζαν χερσί Il. 11, 847; τὴν γῆν τοῖν χεροῖν Polyaen. 4, 3, 5; ϑύραν, zerbrechen, Ar. Ran. 462; dah. = aufreiben, verzehren; χρήματα Theogn. 921; κάκιστα διατριβῆναι Her. 7, 120; vgl. Thuc. 8, 78; bes. χρόνον, z. B. πολλὸν παρά τινι, Zeit bei etwas hinbringen, verbringen, Her. 1, 24; συχνὸν χρόνον διατρίψας Plat. Phaed. 117 a, u. öfter; ἐν ταῖς ὁδοῖς πολὺν χρόνον δ. Xen. Mem. 2, 1, 15; ἡμέρας τινάς Hell. 6, 5, 39; ἓξ ἔτη διατέτριφε Isocr. 4, 141; ἐνιαυτὸς οὐ διετρίβη Thuc. 1, 125; χρόνος διατριφϑεὶς περὶ τὸν λόγον Isocr. 4, 14; dah., mit Auslassung von χρόνον od. ähnlichen Wörtern, = verweilen; – a) zögern; Il. 19, 150; Ar. Vesp. 849; Thuc. 7, 43; Xen. Cyr. 3, 3, 25; sich aufhalten, παρά τινι, Her. 1, 24 u. Folgde. Bes. – b) bei etwas, die Zeit mit etwas hinbringen, sich damit beschäftigen; ἐν γυμνασίοις Ar. Nubb. 1002; ἐν τῇ ζητήσει Plat. Apol. 29 c; ἐν Ὁμήρῳ Ion 530 b; u. so oft Folgde; auch περί τι, z. B. περὶ τοὺς λόγους Plat. Phaed. 90 b, wie Alexis Ath. XII, 544 e; περὶ ποίησιν καὶ φιλοσοφίαν διατετριφότες Aesch. 3, 108, u. A.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arist. Pol. 5, 8; vgl. Epicrat. Ath. II, 50 c (v. 3) u. Plut. Marcell. 21; Luc. merc. cond. 8; ἐπὶ τοῖς ἔργοις Dem. 2, 16. u. A.; – μετά τινος, sich unterreden mit, Plat. Apol. 33 b; Phaed. 59 d; auch διατριβὴν διατρίβειν, Legg. VII, 820 c; s. διατριβή; – c. partic., διατρίβουσι μελετῶσαι, sie bringen ihre Zeit mit Uebungen hin, Xen. Cyr. 1, 2, 18; ἵνα μὴ καϑ' ἕκαστα λέγων διατρίβω, um mich nicht mit Auseinandersetzung des Einzelnen aufzuhalten, Dem. 1, 9. – c) mit einem neuen acc., hinhalten, verzögern; Od. 2, 265; aufschieben, χόλον, γάμον, Il. 4, 42 Od. 20, 341; auch Ἀχαιοὺς γάμον, sie hält die Achäer mit der Hochzeit hin, 2, 204; ἄριστον, Ar. bei Ath. IV, 171 b; τοὺς πρέσβεις Plut. Her. malign. 41; – μὴ διατρίβωμεν ὁδοῖο, laßt uns mit der Reise nicht zögern, Od. 2, 404. So auch med., μή τι διατριβώμεϑα πείρης Ap. Rh. 2, 883.
-
9 προςτρίβω
προς-τρίβω, daran reiben, abreiben; durch Anreiben mitteilen, anhängen, zufügen; πληγὰς ἀεὶ προςτρίβεται τοὺς οἰκέτας, gewissermaßen Schläge einreiben, prügeln; bes. mit Schmach, Vorwurf beflecken; Θεμιστοκλεῖ δὲ Παυσανίας μηδὲν ἀδικοῠντι προςετρίψατο τὴν ὑποψίαν τῆς προδοσίας, er machte, daß auch auf ihn der Verdacht des Verrates fiel, welcher Ausdruck wahrscheinlich vom Besudeln mit Schmutz oder angespritzten Farben hergenommen ist; seltener auch von guten Dingen: πλούτου δόξαν τινὶ προςτρίβεσϑαι, einem die Meinung des Reichtums zuwenden, = andere glauben machen, daß er reich ist -
10 προςανατρίβω
προς-ανα-τρίβω, daran reiben; übtr., sich an einem reiben, τινί, = sich an ihm im Kämpfen u. Disputieren üben -
11 προςαποτρίβω
προς-απο-τρίβω, daran abreiben; τῇ ψάμμῳ τὰ ᾠά, am Sande sich reibend, setzen sie die Eier ab -
12 προςδιατριβω
προς-δια-τριβω, dabei verweilen, damit umgehen -
13 προςεπιτρίβω
προς-επι-τρίβω, noch dazu, noch mehr aufreiben, belästigen, bedrücken -
14 τρίβος
τρίβος, ἡ, auch ὁ, Eur. Or. 1248, Pors., u. Plut. Arat. 22, – 1) ein durch vieles Gehen abgeriebener, gebahnter Weg, vielbetretener Fußsteig, H. h. Merc. 448; die große Landsträße, ἁμαξήρης, Eur. Or. 1251 u. öfter; Her. 8, 140, 2; Xen. Cyr. 4, 5, 13; sp. D., βιότου Anacr. 38, 2, ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; Agath. 3 (V, 302). – 2) das Reiben, Aesch. Ag. 380, κρηπῖδος. – Auch die durch Reiben entstandene Höhlung, das Loch, Hippocr. – 3) übtr. wie τριβή, Uebung und dadurch erlangte Geschicklichkeit, Hippocr.; das Verweilen wobei, Beschäftigung womit, Umgang, Aesch. Suppl. 1026; auch Aufenthalt, Verzug, παλιμμήκη χρόνον τεϑεῖσαι τρίβῳ Aesch. Ag. 190.
См. также в других словарях:
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek
παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
κατατρίβω — (Α κατατρίβω) (επιτ. τ. τού τρίβω) 1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ 2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ 3. μέσ. κατατρίβομαι δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις… … Dictionary of Greek
παραψήχω — Α 1. τρίβω ελαφρά προς τα πλάγια («παραψήχων τὸ ὄμμα», Αιλιαν.) 2. καθιστώ λείο κάτι («παραψήχειν τοὺς τοίχους», Πλούτ.) 3. καταπραΰνω, καθησυχάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψήχω «χαϊδεύω, τρίβω»] … Dictionary of Greek
προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] … Dictionary of Greek
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek