Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ταπεινός

См. также в других словарях:

  • ταπεινός — low masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… …   Dictionary of Greek

  • ταπεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για τόπους), χαμηλός. 2. σεμνός, μετριόφρονας: Ταπεινό ύφος. 3. πρόστυχος, τιποτένιος, δουλοπρεπής: Ταπεινή ψυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταπεινά — ταπεινός low neut nom/voc/acc pl ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc/acc dual ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινότερον — ταπεινός low adverbial comp ταπεινός low masc acc comp sg ταπεινός low neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτάτων — ταπεινός low fem gen superl pl ταπεινός low masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέραις — ταπεινός low fem dat comp pl ταπεινοτέρᾱͅς , ταπεινός low fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέρων — ταπεινός low fem gen comp pl ταπεινός low masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέρως — ταπεινός low adverbial comp ταπεινός low masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινῶν — ταπεινός low fem gen pl ταπεινός low masc/neut gen pl ταπεινόω lower pres part act masc voc sg (doric aeolic) ταπεινόω lower pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ταπεινόω lower pres part act masc nom sg ταπεινόω lower pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόν — ταπεινός low masc acc sg ταπεινός low neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»