-
101 ἀγλαόδωρος
ἀγλαό-δωρος, herrliche Gaben spendend; Herrliches schenkend, Demeter -
102 ἄδωρος
-
103 αἰολόδωρος
-
104 ἀλγεσίδωρος
-
105 βιόδωρος
βιό-δωρος, Leben, Lebensunterhalt schenkend -
106 βοτρυόδωρος
-
107 γλυκύδωρος
-
108 δωδεκάδωρος
δω-δεκά-δωρος, von zwölf Spannen od. Handbreiten -
109 εἰρηνόδωρος
εἰρηνό-δωρος, u. εἰρηνό-δοτος, ὁ, den Frieden schenkend -
110 ἑκκαιδεκάδωρος
-
111 ἐρίδωρος
-
112 εὔδωρος
εὔ-δωρος, wohl, reichlich schenkend -
113 ζείδωρος
ζεί-δωρος, Getreide, d. i. Frucht, Nahrung spendend; Aphrodite -
114 ζωόδωρος
-
115 ἠπιόδωρος,
ἠπιό-δωρος, u. ήπιο-δώτης, milde Gaben gebend -
116 ήπιοδώτης
ἠπιό-δωρος, u. ήπιο-δώτης, milde Gaben gebend -
117 θεόςδοτος,
θεός-δοτος, u. θεός-δωρος, von Gott gegeben -
118 θεόςδωρος
θεός-δοτος, u. θεός-δωρος, von Gott gegeben -
119 κακόδωρος
-
120 μεγαλόδωρος
μεγαλό-δωρος, große, prächtige Geschenke machend
См. также в других словарях:
Δῶρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… … Dictionary of Greek
Δῶρον — Δῶρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροις — Δῶρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισι — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισιν — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρου — Δῶρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρων — Δῶρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek