-
1 κακό-δωρος
κακό-δωρος, zum Unglück geschenkt, Suid.
-
2 κακόδωρος
κᾰκό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακόδωρος
-
3 κακόδωρος
См. также в других словарях:
κακόδωρος — κακόδωρος, ον (Α) αυτός που έχει δωρηθεί με κακό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek