-
1 βοτρυό-δωρος
βοτρυό-δωρος, traubenschenkend, εἰρήνη Ar. Pax 512.
-
2 βοτρυόδωρος
βοτρῠό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρυόδωρος
-
3 βοτρυόδωρος
-
4 βοτρυοδωρος
См. также в других словарях:
μισθόδωρος — μισθόδωρος, ον (Α) (ποιητ.) (για το έθιμο που επικρατούσε στην αρχαία Αθήνα να στέλνουν μισθούς και δώρα στους σοφιστές κατά την εορτή τών Χοών) αυτός που παρέχει μισθούς και δώρα («Χοῶν τῶν μισθοδώρων», Ευβουλίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + δωρος… … Dictionary of Greek