-
21 μισθό-δωρος
μισθό-δωρος, = μισϑοδότης, Eubu lides bei Ath. X, 437 d.
-
22 βιό-δωρος
βιό-δωρος ( Suid. βιοδώρα γῆ), Leben, Lebensunterhalt schenkend, αἶα Soph. Phil. 1147; Eur. Hipp. 750; vgl. Artemid. 2, 39; Ἰνάχου παῖδες βιόδωροι poet. bei Plat. Rep II, 381 d.
-
23 μεγαλό-δωρος
μεγαλό-δωρος, große, prächtige Geschenke machend, im superl. μεγαλοδωρότατος, Ar. Pax 388; Pol. 10, 5, 6; Luc. Tim. 21; τὸ μεγαλόδωρον, = μεγαλοδωρία, Plut. Ant. 4. 43.
-
24 μειλιχό-δωρος
μειλιχό-δωρος, süße, angenehme Gaben spendend, οἶνος, Hermipp. bei Ath. I, 29 e.
-
25 μεγά-δωρος
μεγά-δωρος, = μεγαλόδωρος (?).
-
26 δεκά-δωρος
δεκά-δωρος, zehn Handbreiten lang, breit, ἅμαξα Hes. O. 424.
-
27 δεξί-δωρος
δεξί-δωρος, Geschenke annehmend, Suid.
-
28 δί-δωρος
-
29 βοτρυό-δωρος
βοτρυό-δωρος, traubenschenkend, εἰρήνη Ar. Pax 512.
-
30 θεός-δωρος
θεός-δωρος, dasselbe, Tzetz. ad Lycophr. 47.
-
31 αἰολό-δωρος
αἰολό-δωρος, viel schenkend, Schol. Soph. O. C. 42.
-
32 ἀγλαό-δωρος
ἀγλαό-δωρος, herrliche Gaben spendend, Demeter, Hom. H. Cer.; ϑήρη Opp. C. 4, 17; ὑγιείη Procl. H. Sol. 42.
-
33 ὀνησί-δωρος
ὀνησί-δωρος, Nutzen schenkend, gewährend, Plut. de fort. Rom. A., wo man ἀνησιδώρα vermuthet.
-
34 ἀλγεσί-δωρος
ἀλγεσί-δωρος, Schmerz bringend, Opp. H. 2, 668.
-
35 ἀλγεό-δωρος
ἀλγεό-δωρος, = Folgdm, Tzetz. A. H. 245.
-
36 ὀλβιό-δωρος
ὀλβιό-δωρος, Glück gebend, spendend, χϑών, Eur. Hipp. 750.
-
37 ἄ-δωρος
ἄ-δωρος, ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der That keine sind.
-
38 ἐρί-δωρος
-
39 ἑκ-και-δεκά-δωρος
ἑκ-και-δεκά-δωρος, von sechszehn Handbreiten, Il. 4, 109.
-
40 ἠπιό-δωρος
См. также в других словарях:
Δῶρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… … Dictionary of Greek
Δῶρον — Δῶρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροις — Δῶρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισι — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισιν — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρου — Δῶρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρων — Δῶρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek