-
61 σαινιδωρος
-
62 τεσσαρακαιδεκαδωρος
-
63 φιλοδωρος
-
64 Δωρ'
-
65 Δῶρ'
-
66 Δώρον
-
67 Δῶρον
-
68 Δώροι'
Δώροιο, Δῶροςmasc gen sg (epic) -
69 Δώρω
-
70 Δώρῳ
-
71 Θεόδωρος
Θεόδωρος οФеодор –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) мужское имяЭтим.«дар Божий» < θεο- + -δωρος < δώρον «Бог + дар» -
72 αἰολόδωρος
αἰολό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόδωρος
-
73 βιόδωρος
βῐό-δωρος, ον,A life-giving,ἀμαχανίας ἄκος Pi.Pae.3.26
;νύμφαις.. ποταμοῦ παισίν β. A.Fr. 168
(hex.); (lyr.): in late Prose,γῆ Artem.2.39
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιόδωρος
-
74 βοτρυόδωρος
βοτρῠό-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοτρυόδωρος
-
75 γλυκύδωρος
γλῠκύ-δωρος, ον,II γ. ἄγαλμα sweet gift brought in thy honour, B. 5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκύδωρος
-
76 δεκάδωρος
δεκά-δωρος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάδωρος
-
77 δεξίδωρος
A = δωροδόκος, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξίδωρος
-
78 δωδεκάδωρος
δωδεκά-δωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωδεκάδωρος
-
79 ζείδωρος
ζείδωρος, ον,A zea-giving (Plin.HN18.82, EM410.6), as epith. of the earth,ζείδωρος ἄρουρα Il.2.548
, Od.3.3, Hes.Op. 173;ζ. ἀρδμός Nonn.D.26.185
: c. gen.,ζ. ὀπώρης ἀχράς AP9.4
(Cyllen.): also in late Prose, Hld.9.22 ( ζε (ϝ) έ-δωρος, cf. ζέα).II some authors derived it from ζάω,= βιόδωρος (so expld. by Hsch.), life-giving,Ἀφροδίτη Emp.151
;Ἠέλιος Nonn.D.12.23
, cf. 22.276. [full] ζείζιν, mamma, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζείδωρος
-
80 θεόσδωρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόσδωρος
См. также в других словарях:
Δῶρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… … Dictionary of Greek
Δῶρον — Δῶρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροις — Δῶρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισι — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώροισιν — Δῶρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρου — Δῶρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρων — Δῶρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δώρῳ — Δῶρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδωρος — ον (Μ) θεοδώρητος· [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δωρος (αντί τού ορθτ. θεό δωρος) < θεός + δωρος (< δώρον, πρβλ. ζεί δωρος πολύ δωρος) προφανώς κατά το θεόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
εύδωρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ερμή και της Πολυμήλης. Ήταν ένας από τους πέντε αρχηγούς των Μυρμιδόνων στον Τρωικό πόλεμο. Σκοτώθηκε από τον Πύραιχμο. II (1ος αι. π.Χ.). Αλεξανδρινός φιλόσοφος. Προσπάθησε να καταρτίσει ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα… … Dictionary of Greek