-
61 πιαινω
(fut. ἐπίᾱνα и πίανα - поздн. ἐπίηνα; pass.: aor. ἐπιάνθην, pf. πεπίασμαι)1) кормить, откармливать(τὰ βοτά Eur.; τὰς ὗς Arst.)
(πιαίνεται ὅ στάχυς Theocr.)
3) приумножать, увеличивать(πλοῦτον Pind.)
4) приводить в восторг, радовать(τινά Aesch.)
πιαίνου Aesch. — торжествуй -
62 πολυμετρος
-
63 πολυσταχυς
-
64 πυρινος
I3(ῠ) [πῦρ]1) огненный(ἄστρα Arst.; σῶμα Plut.; θώρακες NT.)
2) горячийπύριναι νύμφαι Anth. — горячие источники
II3(ῡ) [πυρός II] пшеничный(στάχυς Eur.; ἄρτοι Xen.; πτισάνη Arst.)
-
65 Σπαρτος
ὅ1) «посеянный» (т.е. выросший из посеянных Кадмом зубов дракона)2) поэт. фиванец Pind.Σπαρτῶν στάχυς Eur. — всходы посеянных (Кадмом), род фиванцев
-
66 φερεσβιος
-
67 χρυσοπηληξ
-
68 στάχυ
στάχῡ, στάχυςear of corn: masc voc sg -
69 στάχυν
στάχῡν, στάχυςear of corn: masc acc sg -
70 4719
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4719
-
71 4720
{собств., 1}Стахий (колос, стебель кукурузы).Человек, которого ап. Павел просит привествовать в Рим. 16:9.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4720
-
72 κάγκανος
A dry, ξύλα κ. Il.21.364, Od.18.308, Theoc. 24.89;κάγκανα κᾶλα h.Merc. 112
: κ. κῆλα Epich.in Arch.Pap.7p.7;σταχύς Lyc.1430
: [full] καγκαλέα· κατακεκαυμένα, Hsch.: [full] καγκάνεος, Man.4.324.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάγκανος
-
73 κάλυξ
A covering, used only of flowers and fruits:1 seed-vessel, husk, shell or pod, of the water-lily, Hdt.2.92; of rice, Id.3.100; of wheat, πρὶν ἂν ἐν τῇ κάλυκι γένηται [ ἡ στάχυς] Thphr.HP8.2.4, cf. 8.4.3; κάλυκος ἐν λοχεύμασι, i.e. when the fruit is setting, A.Ag. 1392, cf. S.OT25, Ar.Av. 1065 (lyr.).2 cup or calyx of a flower,ἀνεμωνῶν κάλυξι.. ἠριναῖς Cratin.98
;κισσοῖο καλύκεσσι Theoc.3.23
;ὅσα ἐν κάλυκι ἀνθεῖ Arist.HA 554a12
; [ φύλλοις]τοῖς τῶν ῥόδων ὅταν ἐν κάλυξιν ὦσι Thphr.HP4.10.3
; ῥόδου κ. ibid.; so in Poets, rosebud, h.Cer.427, AP12.8 ([place name] Strato), etc.: metaph.,σταθερὰ.. κ. νεαρᾶς ἥβης Ar.Fr. 467
.II in pl., women's ornaments, perh. ear-rings shaped like flower cups, Il.18.401 (other expl. in Sch.), cf. h.Ven. 87. -
74 κάρπιμος
κάρπ-ιμος, ον,A fruit-bearing, fruitful, ; στάχυς, πέδον, E.Supp.31, Or. 1086;καρπίμους ἐτῶν κύκλους Id.Hel. 112
; ;κισσοῦ κλάδοι Alex. 119.5
; ; κάρπιμα πρῷα early crops, Ar.V. 264; θερίσαι κάρπιμα to reap the fruits, CIG4310.15 ([place name] Limyra), cf. PSI4.292.13 (iii A.D.); κ. [ ἀγαθά] property that yields a produce, opp. ἀπολαυστικά, Arist.Rh. 1361a17; opp. ἄκαρπα, Id.EN 1125a12: metaph., ἀμέλγεις τῶν ξένων τοὺς κ. from whom money can be wrung, Ar.Eq. 326.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάρπιμος
-
75 λεπυρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπυρός
-
76 λιπερνέω
A to be poor, Suid. (who also has λιφερνῶν sine gloss.); [full] λῐφερνέω, to be meagre,στάχυς J.AJ2.5.5
:—but Hsch. has λιφερνοῦντες· ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπερνέω
-
77 μεγαλόσταχυς
μεγᾰλό-στᾰχυς, υ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλόσταχυς
-
78 μικρόσταχυς
μικρό-στᾰχυς, υ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρόσταχυς
-
79 νάρδος
νάρδος, ἡ,A spikenard, Nardostachys Jatamansi, Thphr.HP9.7.2, Nic. Th. 604, LXX Ca.1.12, Ev.Marc.14.3;ν. Ἰνδική Dsc.1.7
, etc.;νάρδου στάχυς Gal.12.84
, al.; cf. sq.2 ν. Κελτική Celtic nard, Valeriana celtica, Dsc.1.8, cf. Plin.HN14.107.3 ν. ὀρεινή or ὀρεία mountain nard, Valeriana Dioscoridis, Dsc.1.9 (cf. Thphr.HP 9.7.4).4 ν. Συριακή Syrian nard, Cymbopogon Iwarancusa, Dsc. 1.7, cf. Plin.HN12.45.5 νάρδου ῥίζα ginger grass, Cymbopogon Schoenanthus, Arr.An.6.22, cf. 7.20.II oil of spikenard, PSI6.628.7 (iii B.C.), AP6.250 (Antiphil.), Aret.CD2.2, etc.;ν. Βαβυλωνιακή Alex.308
. (Semitic word, cf. Bab. lardu.) -
80 ξαίνω
A : [tense] aor.ἔξηνα E.Or.12
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐξάνθην (v. infr.): [tense] pf. ἔξασμαι ([etym.] κατ-) Hp.Ulc.24, ([etym.] ἀν-) Gal. ap. Orib. 51.57.3,ἔξαμμαι Thphr.CP3.23.2
, Gp.3.1.7, ([etym.] κατ-) D.S.17.71 :— scratch, comb, esp. of wool, card,εἴριά τε ξαίνειν Od.22.423
; στέμματα ξ., of Fate, E.l.c.: abs., dress wool, Trag.Adesp.9, Ar.Lys. 536, Ec.89,92, Pl.Sph. 226b, etc.: c. gen. partit.,τῶν ἐρίων ξ. Ar.Fr. 717
, Crates Theb.3: metaph.,ξ. εὔνοιαν εἰς καλαθίσκον Ar.Lys. 579
; ξ. εἰς πῦρ, prov. of labour in vain, Pl.Lg. 780c.2 of cloth, full, dress it,ξ. τὸν πέπλον Ar.Av.
l.c.II metaph., thresh, ἡνίκ' ἂν ξανθῇ στάχυς dub. in A.Fr.304.7 (leg. ἡνίκ' ἐξανθῇ); fret, mangle, of waves,ξανθὲν ὑπὸ σπιλάδι AP6.223
(Antip.), cf. 23 ; ὕδωρ ξαινόμενον fretted into foam, A.R.4.1266 ; of bodies, mangle, lacerate,ξαινόμενος περὶ τῇ γῇ D.H.3.30
; esp. of flogging, ξ. τὸ σῶμα μάστιξι ibid. ;ῥάβδοις ἔξαινον τὰ σώματα Plu.Publ.6
, cf.Ach.Tat.6.20 ([voice] Pass.): c. acc. cogn., ξ. κατὰ τοῦ νώτου πολλὰς (sc. πληγάς) D.19.197 ;μελεϊστὶ ξ. Philostr.Her.19.18
; alsoξαίνουσα παρειὰς δάκρυσιν AP7.464
(Antip.) ; of the throat, in [voice] Pass., to be irritated, sore, Antyll. ap. Orib.10.34.8 ; of the mind, fret, worry,ξαίνεσθαι τὴν ψυχὴν φροντίδι J.AJ1.1.4
.
См. также в других словарях:
στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου … Dictionary of Greek
στάχυς — στάχῡς , στάχυς ear of corn masc acc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom/voc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς … Dictionary of Greek
σταχύεσι — στάχυς ear of corn masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχύεσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχύεσσι — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχύεσσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχύων — στάχυς ear of corn masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάχυας — στάχυς ear of corn masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάχυες — στάχυς ear of corn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάχυος — στάχυς ear of corn masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)