Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ξᾰνῶ

См. также в других словарях:

  • ξανώ — ξανῶ, άω (Α) 1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά 2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)] …   Dictionary of Greek

  • ξανῶ — ξαίνω scratch fut ind act 1st sg (attic epic doric) ξανάω grow weary with carding wool pres imperat mp 2nd sg ξανάω grow weary with carding wool pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ξανάω grow weary with carding wool pres ind act 1st sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • одьрати — (14), ОДЕР|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Ободрать, содрать (кожу): ѥгоже ц(с)рь Перьскыи одра жива. (ἐξέδειρε) ГА XIV1, 196а; и повелѣ купити собѣ козелъ. и ѡдра мѣхомъ козелъ. ЛЛ 1377, 64 об. (1074); и закалають овчата и одравше кожю с ни(х). и въмещають ѥ въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ξάνησις — ξάνησις, ἡ (Α) [ξανώ] κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο …   Dictionary of Greek

  • ξαίνω — (ΑΜ ξαίνω) (σχετικά με έριο ή λινάρι) χτενίζω για να τό καταστήσω κατάλληλο για κλώσιμο, λαναρίζω («εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. α) «ξαίνει, ξαίνει η παπαδιά, κι ο παπάς ξεβράκωτος» λέγεται για εκείνους που …   Dictionary of Greek

  • ξανασαίνω — (Μ ξανασαίνω) 1. παύω να ασθμαίνω 2. ξαποσταίνω, ξεκουράζομαι, αναπαύομαι 3. ηρεμώ, ανακουφίζομαι νεοελλ. 1. αναπνέω, ανασαίνω 2. ελαφρώνω, ανακουφίζω κάποιον («καλότυχος θνητός ή λαός που θα τόν ξανασάνεις», Παλαμ.) 3. παροιμ. «κάθισα να… …   Dictionary of Greek

  • ξανασαίνω — ξανάσανα, ανασαίνω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι: Έλεγα να ξανασάνω κι έβρηκα μαλλιά να ξάνω (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»