-
1 γραφῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γραφῆς
-
2 γραφή
η1) письмо, писание (действие); искусство письма;της γραφης — письменный;
μαθαίνω γραφή — учиться писать;
σφηνοειδής γραφή — клинопись;
2) почерк;γραφή ευανάγνωστος — разборчивый почерк;
δείγμα γραφής — образец почерка какого-л. лица;
3) письмо, записка;4) грамота, письменность; § η (Αγία) Γραφή священное писание -
3 αναχωρεω
1) возвращаться назад(ἐπ΄ οἴκου Thuc.; πάλιν Plat.)
2) отступать, отходить(ἄψ Hom.; εἰς τοὐπίσω Lys., Plat.)
φυγῇ ἀ. Plat. — обратиться в бегство3) уходить, удаляться(μεγάροιο μυχόνδε Hom.; ἐς τἡν ἀκρόπολιν Her.)
ἀ. ὑπό τινος Her. — быть вытесняемым кем-л.;ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων Polyb. — уходить от дел;πολισμάτιον ἀνακεχωρηκος ἀπὸ τῆς θαλάττης Polyb. — городок, расположенный вдали от моря;τὰ ἀνακεχωρηκέναι τῆς γραφῆς Arst. — глубина (перспектива) рисунка4) воздерживаться, отказываться(εκ τινος Plat.)
5) переходить, наследоваться(ἥ βασιληιη ἀνεχώρεε ἐς τον παῖδα Her.)
-
4 αρτιγραφης
-
5 διακριβοω
реже med. тщательно делать, излагать, знать или исследовать(τι Plat., Arst., Plut.; med. περί τινος Isocr.)
τὸ δ. τὰς τάξεις Xen. — точное построение войск;οἱ διηκριβωμένοι Plat. — развитые (образованные) люди:οὔπω διηκριβωμένος τέν μορφήν Arst. — еще не принявший определенной формы, зачаточный;διακριβῶσαι μεῖζον τοῦ προκειμένου ἐστίν Arst. — обстоятельное рассмотрение выходит за пределы (нашей) темы;ταῦτα ἑτέρῳ γένει γραφῆς διακριβωτέον Plut. — это подлежит разбору в сочинении другого рода -
6 ευγραφης
-
7 μελαγγραφης
-
8 οστρειογραφης
-
9 περιοχη
ἥ1) окружность, оболочка(σφαίρας Plut.)
2) сумма, совокупностьπ. τῶν ὅλων Plut. — вселенная, мир
3) масса, тело(π. πυροειδής Plut.)
4) протяжение, распространение(αἱ τῶν ἐθνῶν περιοχαί Diod.)
5) периоха, извлечение из текста, выдержка(τῆς γραφῆς NT.)
-
10 προαγων
1) подготовительная борьба, пробное состязание(ἀγῶνες καὴ προάγωνες Plat.)
2) приготовление, подготовка(προάγωνες τῆς γραφῆς Dem.)
-
11 συνεφαπτομαι
ион. συνεπάπτομαι1) досл. вместе или одновременно прикасаться, перен. иметь отношение, принимать участие, приобщаться(τινος Pind.)
Ἀπελλοῦ συνεφαψαμένου τῆς γραφῆς Plut. — так как Апеллес участвовал в работе над этой картиной;συνεφάψασθαι τῆς στρατείας Luc. — принять участие в походе2) вместе нападатьσυνεπάψασθαί τινί τινος Her. — сообща с кем-л. совершить нападение на кого-л.
-
12 χωριον
τό [demin. к χώρα и χῶρος]1) место, местность(πετρῶδες Thuc.; ἱππάσιμον Xen.)
2) область, страна, край(χ. Αἰγύπτου Her.)
τὸ χ. Ἀττικόν Arph. — территория Аттики3) мат. пространство, площадь, плоскость(τετράγωνον Plat.)
4) воен. укрепленный пункт(χωρία καταλαμβάνειν Lys.)
τὸ ἐπίμαχον χ. τῆς ἀκροπόλιος Her. — удобный для штурма пункт акрополя5) земельный участок, поместье Lys., Xen., Plat.χ. ἰδιώτου Thuc. — частная усадьба;
οἱ τῶν χωρίων φραγμοί Plut. — усадебные ограды6) место ( в книге), отрывок(τὸ χ. τῆς γραφῆς Luc.)
κατὰ τόδε τὸ χ. δῆλον, ὅτι … Her. — это место ясно показывает, что …7) промежуток времени, период8) место на рынке, торговое помещение, палатка(τοῦ χωρίου μίσθωσις Dem.)
-
13 δείγμα
-
14 ιδεογραφικός
η, ό[ν] лингв, идеографический;ιδεογραφικό σύστημα γραφής — идеографическое письмо
-
15 κάτω
1. επίρρ.1) внизу; вниз; снизу; под;κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;
κάτω από — под;
κάτω απ' το τραπέζι — под столом;
κάτω απ' την πίεση — под давлением;
από κάτω — снизу;
από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;
κριτική από τα κάτω — критика снизу;
2) ниже, меньше;όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;
κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);
3) долой!;κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;
§ κάτω κάτω в самом низу;
στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;
πάρα κάτω — ниже, меньше;
από πάνω ως κάτω — сверху донизу;
από κάτω ως πάνω — снизу доверху;
τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);
κάτω κόσμος — ад, преисподняя;
πάνω κάτω — около, приблизительно;
άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;
βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;
παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;
πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;
κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;
2. επίθ. άκλ. нижний;τό κάτω μέρος — нижняя часть;
τα κάτω — икра нижние конечности;
ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга
-
16 κλειδί(ον)
τό1) е разы. знач ключ;βάζω κλειδί(ον) — закрывать на ключ;
ανοίγω με το κλειδί(ον) — открывать ключом, отпирать;
δεν ταιριάζει το κλειδί(ον) — ключ не подходит;
κλειδί(ον) ρολογιού — ключ для (завода) часов;
γαλλικό κλειδί(ον) — гаечный ключ;
κλειδί(ον) του σολ муз. — ключ соль;
κλειδί(ον) της ιερογλυφικής γραφής — ключ к разгадке иероглифов;
2) ключевая позиция;3) анат. ключица; 4) ж.-д. стрелка; 5) перен. душа;αυτός είναι το κλειδί(ον) της επιχειρήσεως — он душа этого дела;
§ βρίσκω το κλειδί(ον) — находить, подбирать ключи (к чему-л.)
-
17 κλειδί(ον)
τό1) е разы. знач ключ;βάζω κλειδί(ον) — закрывать на ключ;
ανοίγω με το κλειδί(ον) — открывать ключом, отпирать;
δεν ταιριάζει το κλειδί(ον) — ключ не подходит;
κλειδί(ον) ρολογιού — ключ для (завода) часов;
γαλλικό κλειδί(ον) — гаечный ключ;
κλειδί(ον) του σολ муз. — ключ соль;
κλειδί(ον) της ιερογλυφικής γραφής — ключ к разгадке иероглифов;
2) ключевая позиция;3) анат. ключица; 4) ж.-д. стрелка; 5) перен. душа;αυτός είναι το κλειδί(ον) της επιχειρήσεως — он душа этого дела;
§ βρίσκω το κλειδί(ον) — находить, подбирать ключи (к чему-л.)
-
18 ερμηνεία
-
19 θεόπνευστος
θεόπνευστος, -η, -οбогодухновенный:Этим.< θεο- + πνευστος < πνέω «Бог + дуть, веять»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θεόπνευστος
См. также в других словарях:
γραφής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφῆς — γραφεύς painter masc nom pl γραφεύς painter masc nom/voc pl γραφή representation by means of lines fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφης — γράφω scratch aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφῃς — γράφω scratch pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφοῦ — γραφής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφηις — γράφῃς , γράφω scratch pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… … Dictionary of Greek
γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… … Dictionary of Greek