-
1 письменный
επ.1. γραφτός, -πτός,έγγραφος•-ое донесение έγγραφη αναφορά•
-ая работа γραπτή εργασία•
-ая речь γραπτός λόγος•
-ое обещание γραπτή υπόσχεση•
-ое доказательство γραπτή απόδειξη•
-ые знаки γραπτά σημάδια (τα γράμματα).
2. της γραφής για γράψιμο•-ые принадлежности τα είδη (χρειώδη) γραφής•
письменный стол το γραφείο (τραπέζι)•
письменный набор η καλαμαριά, το καλαμάρι.
εκφρ.в -ом виде – εγγράφως, γραπτώς, γραφτά•письменный язык – ο γραπτός λόγος. -
2 письмо
-а, πλθ. письма-сем, -сьмам ουδ.1. γραφή, γράψιμο•искусство -а η τέχνη της γραφής•
различные способы -а διάφοροι τρόποι γραφής•
готическое письмо γοτθική γραφή•
арабское письмо αραβική γραφή.
|| γράμματα, χαρακτήρας•чткое письмо ευανάγνωστα (καθαρά) γράμματα•
крупное письмо μεγάλα γράμματα•
неразборчивое письмо δυσανάγνωστα γράμματα.
2. επιστολή•заказное письмо συστημένο γράμμα•
закрытое письмо κλειστό γράμμα•
открытое письмо ανοιχτό γράμμα.
|| απόδειξη γραπτή•замное — χρεωστική απόδειξη.
3. λογοτεχνικό στυλ (ύφος). -
3 транслитерация
-и θ. (γλωσ.) η μετάδοση γραμμάτων μιας γραφής με γράμματα άλλης γραφής. -
4 бумага
1. (для письма, печати и т.д.) το χαρτίватманская - см. ватман- σατενέкопировальная - ο χημικός χάρτης, разг. το καρμπόν (ξεν.)лакмусовая - ο χάρτης/το χαρτί ηλιοτροπίουматовая - ματ (ξεν.)миллиметровая - см. миллиметровканаждачная - το σμυριδόχαρτο, το γυαλόχαρτοпочтовая - αλληλογραφίας, το επιστολόχαρτοчертёжно-ко-пировальная - σχεδίασης/ιχνογραφίας2. (документ) το έγγραφο 3. -и (ценные) эк. мн. τα χρεώγραφαлегкореализуемые - εμπορεύσιμα -, διαπραγματεύσιμα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бумага
-
5 графа
η στήλη (της γραφής, του κειμένου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > графа
-
6 доска
1. (деревянная) η σανίδ/α, το σανίδιполовая - του δαπέδου/πατώματος2. (пла-стина, плита) η πλάκαчертёжная - о πίνακας σχεδιάσεων, το σχεδιαστήριο3. маш. η πλάκαнаборная - (по-лигр.) τυπογραφική -, ο σελιδοθέτηςотражательная (громкоговорителя) о σιγαστήρας μεγαφώνου, το χώρισμα των ηχείωνпредохранительная - της ασφαλείας, προστατευτική -трубная - (котла) αυλοφόρος -, ο καθρέπτης του λέβητα4. эл. о πίνακαςключевая (тлф.) - το πληκτρολόγιοτο ταμπλώ (ξεν.)распределительная - с.-х. - διανομής5. мор. η σανίδαтранцевая - (лодки) το έλασμα ή η επιγκενίδα επιπέδου της πρύμνης, разг. η παπαδιά б.(счётная) η πλάκα, ο άβαξο άβακας, το αβάκιο7. (класс-ная) о πίνακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доска
-
7 курсив
полигр. τα στοιχεία πλάγιας γραφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курсив
-
8 параграфия
мед. (нарушение письма) η παραγραφία, η διαταραχή της γραφής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > параграфия
-
9 письменный
1. (написанный) γραπτός 2. (употребляемый, служащий для написания) της γραφής, για γραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > письменный
-
10 конец
кон||ецм1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):\конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι. -
11 памятник
памятникм τό μνημεῖο[ν] / ὁ ἀνδριάς, τό ἀγαλμα (статуя):\памятник Пушкину ὁ ἀνδριάς τοῦ Ποῦσκιν· надгробный \памятник τό μνημεῖον, ὁ τύμβος· \памятникн письменности μνημεία ἀρχαίας γραφής· воздвигнуть \памятник ἐγείρω μνημείον. -
12 писчий
пи́сч||ийприл τῆς γραφής, τοῦ γραψίματος:\писчийа я бумага τό χαρτί[ον] τοῦ γραψίματος. -
13 письменный
пи́сьменн||ыйприл1. (написанный) γραπτός, Εγγραφος, γραφτός:\письменныйая работа τό γραπτό· в \письменныйой форме ἐγγράφως, γραπτώς·2. (служащий для писания) τής γραφής:\письменныйый прибор ἡ καλαμαριά· \письменныйый стол τό γραφεῖο[ν]· \письменныйые принадлежности τά σκεύη τοῦ γραφείου. -
14 случай
случайм1. (событие, происшествие) τό συμβάν, τό περιστατικό[ν], τό γεγονός, ἡ περίπτωση:несчастный \случай τό δυστύχημα, τό ἀτύχημα· забавный \случай τό διασκεδαστικό συμβάν, τό ἀστείο περιστατικό· редкий \случай τό σπάνιο γεγονός, ἡ σπάνια περίπτωση· частный \случай τό συχνό φαινόμενο·2. (возможность) ἡ εὐκαιρία, ἡ περίσταση [-ις]:пользоваться \случайем χρησιμοποιώ τήν εὐκαιρία, δράττομαι τής εὐκαιρίας· если представится удобный \случай ἄν παρουσιαστεί εὐκαιρία, εὐκαιρίας δοθείσης·3. (обстоятельства) ἡ περίπτωση:в некоторых \случайях σέ μερικές περιπτώσεις· во всех \случайях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, σέ ὁποιαδήποτε περίπτωση· в подобном \случайе σέ τέτοια περίπτωση, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· в противном \случайе στήν ἀντίθετη περίπτωση, ἐν ἐναντία περιπτώσει· во всяком \случайе πάντως, ἐν πάση περιπτώσει· в таком \случайе ἄμα εἶναι ἔτσι, ἐν τοιαύτη περιπτώσει· ни в ко́ем \случайе σέ καμμιά περίπτωση, ἐπ' ούδενί λογω· в \случайе если.., на \случай если... σέ περίπτωση πού..., ἐν περιπτώσει· в \случайе крайней необходимости σέ περίπτωση ἐσχατης ἀνάγκης, ἐν περιπτώσει ἀπολύτου ἀνάγκης· в крайнем \случайе στό κάτω κάτω τής γραφής· в лучшем (худшем) \случайе στήν καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση· по \случайю чего́-л. μέ τήν (или ἐπί τή) εὐκαιρία· по \случайю годовщины μέ τήν εὐκαι-ρία τής ἐπετείου· купить по \случайю ἀγοράζω σέ τιμή εὐκαιρίας· по счастливому \случайю ἀπό εὐτυχή σύμπτωση· от \случайя к \случайю πότε-πότε, στή χάση καί στή φέξη, ἀπό καιροῦ είς καιρόν на всякий \случай γιά κάθε (или διά πᾶν) ἐνδεχόμενο. -
15 графа
-ы θ.1. στήλη γραφής• ευθυγραμμία.2. στήλη κειμένου. -
16 гусиный
-
17 детский
επ.1. παιδικός•-ие болезни παιδικές αρρώστειες•
-ие игры παιδικά παιγνίδια•
-ая литература παιδική λογοτεχνία•
-ие шалости παιδικές αταξίες•
-ая энциклопедия παιδική εγκυκλοπαίδεια•
-ая смертность παιδική θνησιμότητα•
-ая психология η ψυχολογία του παιδιού.
2. παιδιακίστικος, παιδιά-τικος,παιδιάστικος, παιδαριώδης• μωρός•-ие рассуащния παιδιάστικοι συλλογισμοί•
детский почерк παιδικός χαρακτήρας γραφής.
εκφρ.городок – παιδούπολη•детский дом – παιδικό οικοτροφείο•- ие ясли – βρεφικός σταθμός, βρεφοκομείο•детский сад – βλ. детсад• время -ое ακόμα είναι νωρίς• νέος είσαι ακόμα, έχεις καιρό μπροστά σου•- ое место – (ανατ.) ο πλακούς, το ύστερον, ο κύτταρος, ακόλουθο της τεκούσης. -
18 клинописный
επ.της σφηνοειδούς γραφής. -
19 колонка
-и θ.1. κιονίσκος, στυλίσκος.2. στήλη (γραφής, εφημερίδων κλπ.).3. θερμοσί-φονας. || κάθε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος•водопроводная колонка κρήνη, κρουνός.
-
20 конец
-нца α.1. τέλος, τέρμα, πέρας•месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•
-песни τέλος του τραγουδιού•
без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•
при - жизни προς το τέλος της ζωής•
доводить до -а φέρω σε πέρας•
от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•
-нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.
2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.
3. θάνατος•тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.
4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.εκφρ.до -а – ως το τέλος•под -ом – προς το τέλος•из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•нет -а – δεν υπάρχει τέλος•-а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•- ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•- ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γραφής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφῆς — γραφεύς painter masc nom pl γραφεύς painter masc nom/voc pl γραφή representation by means of lines fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφης — γράφω scratch aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφῃς — γράφω scratch pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφοῦ — γραφής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφηις — γράφῃς , γράφω scratch pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
γραφολογία — Τεχνική που αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιτρέπει σε άτομα, ιδιαιτέρως ικανά και πεπειραμένα, να περιγράφουν πλευρές της προσωπικότητας με βάση την ανάλυση της αυθόρμητης γραφής. Όπως το βάδισμα, η στάση του σώματος, η μιμική και όλες… … Dictionary of Greek
γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… … Dictionary of Greek