-
1 άνω
I επίρρ. 1. (με ρήματα) вверх, наверх; вверху, наверху;πορεύομαι άνω — идти наверх;
2. (με γεν.)1) выше;άνω του μηδενός — выше нуля;
άνω του γόνατος — выше колена;
2) сверх, выше;άνω του εκατομμυρίου — свыше миллиона;
άνω των πεντήκοντα ετών — больше пятидесяти лет;
από πέντε ετών και άνω — с пяти лет и выше;
3) поверх, сверху; над чём-л.;άνω της θαλάσσης — над морем;
§ είμαι άνω κάτω — б) быть в полном беспорядке; — вверх дном; — б) быть очень расстроенным, возмущённым;
τα κάνω άνω κάτω — перевернуть всё вверх дном, привести в беспорядок;
κάνω κάποιον άνω κάτω — очень расстраивать кого-л.;
γίνομαι άνω κάτω — очень расстраиваться, возмущаться, негодовать;
II επίθ. верхний;ο άνω όροφος — верхний этаж;
τα άνω άκρα — верхние конечности;
ο άνω ρούς τού πόταμου — верховье реки;
ο Άνω Δούναβις Верхний Дунай;η Άνω Αίγυπτος Верхний Египет;η άνω βουλή — верхняя палата, палата лордов;
§ (αυτό) είναι άνω ποταμών — это абсурдно, нелепо
-
2 ανω
I.aor. 2 conjct. к ἀνήμιII.I(только praes. и impf. ἦνον) доводить до конца, заканчивать, совершать, исполнять(ἔργον, ὁδόν Hom.)
νύξ ἄνεται Hom. — ночь близится к концу;πέμπτῳ ἔτεϊ ἀνομένῳ Her. — на исходе пятого года;οὐδὲν ἦνεν Eur. — он ничего не добился;ἄ. ἔς τι Arph. — стремиться к чему-л.II1) вверх, кверху(λᾶαν ὠθεῖν Hom.)
ἄ. τε καὴ κάτω στρέφειν Eur., Plat., Dem. (μεταβάλλεσθαι Plat. или ποιεῖν Dem.) — ставить все вверх дном, перевертывать2) вверх, вглубь (страны)(ἄ. ἰέναι Her.; ἥ ἄ. ὁδός Xen.)
3) вверху, наверхуἄ. ἐπὴ τῆς γῆς οἰκεῖν Plat. — жить на поверхности земли;τὰ ἄ. ἐν τοῖς ἔμπροσθεν, λόγοις Plat. — вышесказанное;οἱ ἄ. — живущие, находящиеся в живых;ἥ ἄ. πόλις Thuc. — возвышенная часть города;ἥ ἄ. βουλή Plut. = Ἄρειος πάγος;τὰ ἀνωτέρω τῶν ὄντων Arst. — высшие области бытия, т.е. первоначала;ἀρχαὴ πάντων κατὰ τὸ ἀνωτάτω Sext. филос. — наивысшие начала4) в глубине (страны)(τὰ ἄ. τῆς Ἀσίης Her.)
5) прежде, встарьοἱ ἄ. χρόνοι Dem., Diod., Luc. — былые времена;
οἱ ἄ. τοῦ γένους Plat. — люди прежних поколений;οὐ πολλοῖς ἀνώτερον χρόνοις Polyb. — во времена немного более отдаленные;οἱ ἄ. μητρός Plat. — предки по женской линииἄ. τῶν ἱππέων Xen. — выше всадников, т.е. за конным строем
-
3 ἄνω
{нареч., 9}1. вверху, наверху;2. вверх, наверх; как прил. вышний, горний.Ссылки: Ин. 2:7; 8:23; 11:41; Деян. 2:19; Гал. 4:26; Флп. 3:14; Кол. 3:1, 2; Евр. 12:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄνω
-
4 άνω
{нареч., 9}1. вверху, наверху;2. вверх, наверх; как прил. вышний, горний.Ссылки: Ин. 2:7; 8:23; 11:41; Деян. 2:19; Гал. 4:26; Флп. 3:14; Кол. 3:1, 2; Евр. 12:15.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άνω
-
5 ἀνῶ
отпущуἄνωΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀνῶ
-
6 ἄνω
наверхувверх наверх ἀνῶΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνω
-
7 ἄνω
1. вверху, наверху; 2. вверх, наверх; как прил. вышний, горний.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄνω
-
8 ἀνω
-
9 Άνω Βόλτα
η Верхняя Вольта -
10 Άνω Λίμνη
η оз. Верхнее -
11 Αυτό είναι άνω ποταμών
( Αυτό) είναι άνω ποταμών• Это ни в какие ворота не лезетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αυτό είναι άνω ποταμών
-
12 Είναι άνω ποταμών
( Αυτό) είναι άνω ποταμών• Это ни в какие ворота не лезетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι άνω ποταμών
-
13 Τα κάνω άνω κάτω
• Перевернуть вверх дномИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα κάνω άνω κάτω
-
14 ανώγειον
ανώ(γ)ι τό1) верхний этаж; 2) чердак; мансарда -
15 ανομαι
-
16 ανομες
-
17 ανωτατω
-
18 ανωτερον
-
19 ανωτερω
-
20 ηνον
См. также в других словарях:
.άνω — ἄνω , ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω , ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω , ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.ανῶ. — ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἀνῶ , ἀνίημι send up aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg ἐνῶ , ἐνίημι send in aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνω — (I) ἄνω (Α) 1. διανύω, τελειώνω 2. παθ. (κυρίως για χρονική περίοδο) φθάνω στο τέρμα, προχωρώ προς το τέλος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνFω. Παράλληλος τ. του ανύω, που απαντά στον Όμηρο, στον Ηρόδοτο και στους ποιητές]. (II) (Α ἄνω) επίρρ. 1. επάνω 2.… … Dictionary of Greek
ἄνω — ἄνοος without understanding masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄνω 1 accomplish pres subj act 1st sg ἄνω 1 accomplish pres ind act 1st sg ἄνω 2 upwards indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνω — (συνηθέστ. πάνω ή πάνου), επίρρ. τοπικό· στη φρ. «Μ έκανε άνω κάτω» και «Έγινα άνω κάτω» με αναστάτωσε, με σύγχυσε ή αναστατώθηκα, συγχύστηκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άνω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 202 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στις βόρειες απολήξεις του Μιτσικελίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η μονή Ευαγγελίστριας στα Άνω Πεδινά της Δωδώνης. Ο… … Dictionary of Greek
Άνω Βιάννος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 818 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νοτιοδυτικές πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Αποτελεί έδρα του δήμου Βιάννου. Παράγει εκλεκτό μέλι και έχει και μικρή… … Dictionary of Greek
Άνω Βόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 529 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωλκού. Παραδοσιακό κτίσμα στον Άνω Βόλο, στα περίχωρα της πρωτεύουσας της Μαγνησίας … Dictionary of Greek
άνω κοίλη φλέβα — Φλέβα που αποτελείται από τη συμβολή της αζύγου και των δύο ανώνυμων φλεβών. Αρχίζει από την πίσω δεξιά στερνοκλειδική άρθρωση, προχωρεί προς τα κάτω παράλληλα με το δεξιό χείλος του στέρνου και εκβάλλει στο άνω τοίχωμα του δεξιού κόλπου.… … Dictionary of Greek
Άνω Κουρούνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 143 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών. Ο οικισμός Άνω Κουρούνι της Εύβοιας … Dictionary of Greek
Άνω Λιόσια — Πόλη (υψόμ. 160 μ., 26.423 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος Άνω Λιοσίων, παρά τα διάφορα προβλήματα, βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια … Dictionary of Greek