Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατεβαίνω

  • 1 κατεβαίνω

    (αόρ. (ε)κατέβηκα и κατέβην) 1. μετ. слезать; сходить, спускаться; выходить;

    κατεβαίνω τη σκάλα — слезать, спускаться по лестнице;

    κατεβαίνω απ' το βαγόνι — выходить из вагона;

    2. αμετ. понижаться, подать, снижаться;
    κατέβηκε η θερμοκρασία температура упала;

    δεν κατεβαίνει από την τιμή πού ζητάει — он не снижает цену;

    κατέβηκαν οι τιμές цены снизились;
    κατέβηκε πολύ το νερό вода спала;

    δεν (μού) κατεβαίνει κάτω το φαΐ — у меня совершенно нет аппетита;

    § κατεβαίνω σε απεργία — объявить забастовку;

    κατεβαίνω με πρόγραμμα — выходить, выступать (перед народом) с программой;

    μου κατεβαίνει — приходить в голову, взбрести на ум;

    λέγω ό, τι μού κατέβει говорить всё, что взбредёт в голову;

    κάνει ό, τι τού κατεβαίνει — как хочет, так и поступает;

    έτσι τού κατέβηκε так ему вздумалось;
    είναι κατέβα να φδμε быть человеком высокого роста

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατεβαίνω

  • 2 κατεβαίνω

    [катэвэно] ρ спускаться, сходить.

    Эллино-русский словарь > κατεβαίνω

  • 3 κάλπη

    η избирательная урна;

    κατεβαίνω στίς κάλπες — принимать участие в выборах;

    βάζω κάλπη γιά βουλευτής — выдвигать свою кандидатуру в депутаты

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάλπη

  • 4 καταβαίνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καταβαίνω

  • 5 κάτω

    1. επίρρ.
    1) внизу; вниз; снизу; под;

    κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;

    κάτω από — под;

    κάτω απ' το τραπέζι — под столом;

    κάτω απ' την πίεση — под давлением;

    από κάτω — снизу;

    από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;

    κριτική από τα κάτω — критика снизу;

    2) ниже, меньше;

    όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;

    κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);

    3) долой!;

    κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;

    § κάτω κάτω в самом низу;

    στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;

    πάρα κάτω — ниже, меньше;

    από πάνω ως κάτω — сверху донизу;

    από κάτω ως πάνω — снизу доверху;

    τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);

    κάτω κόσμος — ад, преисподняя;

    πάνω κάτω — около, приблизительно;

    άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;

    βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;

    παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;

    πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;

    κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;

    2. επίθ. άκλ. нижний;

    τό κάτω μέρος — нижняя часть;

    τα κάτω — икра нижние конечности;

    ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάτω

  • 6 οδόφραγμα

    τό
    1) баррикада;

    μάχες στα οδόφράγματα — баррикадные бой;

    στήνω οδόφράγματα — строить баррикады;

    κατεβαίνω στα οδόφράγματα — занимать позиции на баррикадах;

    2) заграждение на дороге; завал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οδόφραγμα

  • 7 πεζοδρόμ11ιο(ν)

    τό
    1) тротуар, панель;

    γυναίκα τού πεζοδρόμ11ιο(ν)ίου — уличная женщина, проститутка;

    2) толпа, уличная толпа;

    § κατεβαίνω στο πεζοδρόμ11ιο(ν)ιο — выходить на улицу, идти на демонстрацию

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πεζοδρόμ11ιο(ν)

  • 8 πεζοδρόμ11ιο(ν)

    τό
    1) тротуар, панель;

    γυναίκα τού πεζοδρόμ11ιο(ν)ίου — уличная женщина, проститутка;

    2) толпа, уличная толпа;

    § κατεβαίνω στο πεζοδρόμ11ιο(ν)ιο — выходить на улицу, идти на демонстрацию

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πεζοδρόμ11ιο(ν)

  • 9 στάση

    [-νς (-εως)] η
    1) забастовка, стачка;

    στάση εργασίας — кратковременное прекращение работы, кратковременная забастовка;

    κατεβαίνω σε στάση εργασίας — устраивать кратковременную забастовку;

    κηρύττω στάση εργασίας — объявлять кратковременную забастовку;

    2) восстание; мятеж; бунт;
    3) положение тела, поза;

    παίρνω στάση — принимать позу;

    στάση προσοχής — спорт., воен, стойка; — стойка смирно;

    4) позиция, поведение, отношение;

    κρατώ καλή στάση. — занимать правильную позицию; — поступать правильно;

    5) остановка разя, знач); стоянка (транспорта); привал (воен. спорт.);

    κάνω στάση — де- лать остановку;

    στάση ολίγων λεπτών — остановка на несколько минут;

    τό στράτευμα ευρίσκεται εν στάσει — войско находится на привале;

    ωρία ( — или ωριαία) στάσις — привал через каждые пятьдесят минут пути;

    6) перен. приостановка, прекращение; неподвижность, застой;

    στάση πληρωμών — прекращение платежей;

    στάση του αίματος — застой крови;

    στάση των ουρών — задержка мочи;

    7) постоянство, твёрдость;

    δεν έχει στάση στίς γνώμες του — у него нет постоянства во взглядах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στάση

  • 10 συλλαλητήριο(ν)

    το митинг, сходка;

    κατεβαίνω σε συλλαλητήριο(ν) — проводить митинг, митинговать;

    συγκροτώ συλλαλητήριο(ν) — созывать, проводить митинг;

    παλλαϊκό συλλαλητήριο(ν) — всенародный митинг;

    συλλαλητήριο(ν) διαμαρτυρίας — митинг протеста

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συλλαλητήριο(ν)

  • 11 συλλαλητήριο(ν)

    το митинг, сходка;

    κατεβαίνω σε συλλαλητήριο(ν) — проводить митинг, митинговать;

    συγκροτώ συλλαλητήριο(ν) — созывать, проводить митинг;

    παλλαϊκό συλλαλητήριο(ν) — всенародный митинг;

    συλλαλητήριο(ν) διαμαρτυρίας — митинг протеста

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συλλαλητήριο(ν)

  • 12 καταβασία

    καταβασία η
    катавасия – ирмос, который поется в конце каждой песни канона обоими клиросами вместе. Певчие спускались с клиросов и объединялись в один хор. Сейчас эта традиция упразднена и сохраняется лишь в некоторых монастырях
    Этим.
    < κατεβαίνω «спускаться»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > καταβασία

См. также в других словарях:

  • κατεβαίνω — κατεβαίνω, κατέβηκα, κατεβασμένος βλ. πίν. 92 Σημειώσεις: κατεβάζω – κατεβαίνω : από άποψη σημασίας, το κατεβαίνω χρησιμοποιείται και ως παθητικό του κατεβάζω, π.χ. η ασπιρίνη τού κατέβασε τον πυρετό – ο πυρετός του κατέβηκε με την ασπιρίνη …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • κατεβαίνω — κατέβηκα, κατεβασμένος 1. πηγαίνω ή έρχομαι από ψηλότερο μέρος σε χαμηλότερο: Οι βουνίσιοι κατέβηκαν στα παράλια. 2. ελαττώνομαι: Κατέβηκε το νερό της λίμνης του Μαραθώνα. 3. φρ., «Mου κατεβαίνει να» ή «Mου κατέβηκε να», μου έρχεται ή μου ήρθε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεπεζεύω — κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πεζεύω] …   Dictionary of Greek

  • ροβολώ — κατεβαίνω τρέχοντας από ένα ψηλό μέρος σε χαμηλότερο: Οτσοπάνης ροβόλαγε, για να συγκρατήσει τα σκυλιά. Ουσ. ροβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ροβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμπος — I Ονομασία 38 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 249 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στην ανατολική ακτή του όρμου της Αμφιλοχίας, 91 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • καλοκατεβαίνω — (Μ) κατεβαίνω έως κάτω, κατεβαίνω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • καταραχίζω — 1. (για ψαράδες) χτυπώ μεγάλο ψάρι στη ράχη 2. κατεβαίνω από τη ράχη βουνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «χτυπώ ψάρι στη ράχη» < κατ(α) * + ραχίζω (< ράχη). Με τη σημ. «κατεβαίνω από τη ράχη τού βουνού» < καταράχι] …   Dictionary of Greek

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • καταφοιτώ — καταφοιτῶ, άω AM, Α και ιων. τ. έω (επιτ. τ. τού φοιτώ) μσν. καταλήγω («καὶ κατεφοίτα πρὸς τὴν πρᾱξιν ὁ λόγος», Θεοφύλ.Σιμ.) αρχ. 1. κατέρχομαι, κατεβαίνω, επιφοιτώ 2. κατεβαίνω συνεχώς ή τακτικά, όπως τα άγρια θηρία κατεβαίνουν από τα βουνά για… …   Dictionary of Greek

  • πεζεύω — ΝΜΑ, πεζεύγω και πεζέφνω Ν [πεζός] νεοελλ. μσν. κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω νεοελλ. αρχ. 1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ 2. ταξιδεύω διά ξηράς μσν. αρχ. (κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»