Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐτυχίαι

См. также в других словарях:

  • εὐτυχίαι — εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτυχίᾳ — εὐτυχίαι , εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτυχία — η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ] το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ. β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»