-
1 ειληφα
-
2 εἴληφα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἴληφα
-
3 λαμβανω
тж. med. (fut. λήψομαι - ион. λάμφομαι, NT. λήμφομαι, дор. λαψοῦμαι, aor. 2 ἔλαβον, ἔλλαβον и λάβον, pf. εἴληφα; med.: aor. ἐλαβόμην, ἐλλαβόμην и λελαβόμην; pass.: fut. ληφθήσομαι, aor. ἐλήφθην - ион. ἐλάμφθην, pf. εἴλημμαι; imper. λαβέ и λάβε; adj. verb. ληπτός, ληπτέος - ион. λαμπτέος; inf. aor. 2 λαβεῖν)1) брать, хватать(χειρὴ χεῖρα, χείρεσσι φιάλαν Hom.; ἐν χεροῖν στέφη Soph.; βιβλιον NT.)
ἐλλάβετο σχεδίης Hom. — (Одиссей) ухватился за плот;λαβὼν κύσε χειρα Hom. — он схватил и поцеловал руку (Одиссея)2) обхватывать, обнимать(γούνατά τινος, γούνων τινά Hom.)
3) брать с собой, уводить(ἑτάρους Hom.)
ξυμπαραστάτην λ. τινά Soph. — брать кого-л. с собой в помощники;λαβόντες τοῦ βαρβαρικοῦ στρατοῦ Xen. — взяв с собой иноземный отряд4) захватывать, угонять, уносить, похищать(ἵππους, τὰ μῆλα, κτήματα πολλά Hom.)
ζῶντες ἐλάμφθησαν Her. — они были захвачены живьем5) отнимать(χιτῶνά τινος NT.)
6) захватывать, завладевать(Σικελίαν, αἰχμαλώτους Thuc.; βασιλείαν ἑαυτῷ NT.)
ἀρχῆς λαβέσθαι καὴ κράτους τυραννικοῦ Soph. — захватить господство и царскую власть7) (о чувствах и т.п.) охватывать(χόλος λάβε τινά Hom.; λαμβάνεσθαι ἔρωτι Xen.; ἔκστασις ἔλαβεν ἅπαντας NT.)
λαβέσθαι ὑπὸ νόσου Her. и νόσῳ Soph. — заболеть;ὅ δαίμων τινὰ λελάβηκε Her. — божество вселилось в кого-л.;Ῥέᾳ ληφθῆναι Luc. — быть одержимым Реей;κνέφας λαμβάνει τέμενος αἰθέρος Aesch. — тьма покрывает небесный свод8) ( в качестве гостя) принимать(τινὰ εἰς οἰκίαν NT.)
9) связывать, обязывать(τινὰ πίστι καὴ ὁρκίοισι Her.)
ἀραῖον λ. τινά Soph. — связать кого-л. заклятьем10) захватывать, застигать, ловить(τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου Soph.; κλέπτοντά τινα Arph.)
λ. τινὰ ψευδόμενον Plat. — уличить кого-л. в обмане;δρῶν εἰλημμένος Arph. — захваченный на месте преступления11) натыкаться, (случайно) встречать, находить(τινὰ ἐν κακοῖς Soph.)
12) ( о взысканиях) налагать13) возлагать на себя, надевать(Ἑλληνίδα ἐσθῆτα Her.)
14) перен. схватывать, воспринимать, созерцать(θέαν ὄμμασιν Soph.)
15) постигать, усваивать, понимать(νόῳ Her. и ἐν νῷ Polyb.; ἐν τῇ γνώμῃ Xen.; τῇ διανοίᾳ Plat.)
16) (вос)приниматьλαβεῖν πρὸς ἀτιμίαν Plut. — воспринять как оскорбление;
τὸ πρᾶγμα μειζόνως λαβεῖν Thuc. — принять дело всерьез;λάβετε τοὺς λόγους μέ πολεμίως Thuc. — не примите этих слов в неприязненном смысле;λαβεῖν τι πρὸς δέος Plut. — испугаться чего-л.;θάνατον λαβεῖν Eur. — принять смерть, умереть;τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα Arst. — принятые вначале положения;αἱ εἰλημμέναι προτάσεις Arst. — допущенные положения;οὐ λ. πρόσωπον NT. — не взирать на лица, т.е. относиться беспристрастно17) предпринимать(πεῖράν τινος NT.)
συμβούλιον λαβεῖν NT. — устроить совещание18) объяснять, истолковывать(περί τινος τί ἐστι Arst.)
ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Her. — они так объяснили эти (слова)19) оценивать, определять(τέν ξυμμέτρησίν τινος Thuc.)
20) полагать, считать(ποθεινότερόν τι Thuc.)
21) получать, (при)обретать(κέρδος Arph.; ὄνομα Plat.; δόξαν παρὰ ἀνθρώπων NT.)
λ. ὕψος Thuc. — расти в высоту;λαβεῖν κλέος Hom., Soph. — стяжать славу;λαβεῖν ἀνὰ δηνάριον NT. — получить по динарию;γέλωτα μωρίαν τε λ. ἔν τινι Eur. — стать за (свое) неразумие посмешищем у кого-л.;αἰτίαν ἀπό τινος λ. Thuc. — навлечь на себя упреки с чьей-л. стороны;λαβεῖν τέν ἀξίην Her. — получить по заслугам22) получать, извлекать(οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Arph.; λ. μισθὸν ἐκ τῆς ἀρχῆς Plat.)
23) приобретать, покупать24) доходить, достигатьπρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν Isocr. — достигнуть брачного возраста;
λ. νόστον Eur. — дождаться возвращения на родину;λαβέσθαι τῶν ὀρῶν Thuc. — углубиться в горы;λαβέσθαι Δήλου Thuc. — прибыть в Делос;τέν Ἶδην λαβὼν ἐς ἀριστερέν χέρα Her. — оставив слева (гору) Иду;πρῶτον ἀληθείας λαβοῦ Plat. — прежде всего узнай истину25) начинать ощущать, ощутить, почувствовать(ὀργήν Eur.; φόβον Soph.; εὔνοιαν Thuc.)
λ. θυμόν Hom. — воспрянуть духом;λ. αἰδῶ Soph. — ощутить стыд, устыдиться;λήθην λαβεῖν τινος NT. — забыть о чем-л.
См. также в других словарях:
εἴληφα — λαμβάνω a perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήφασι — εἰλήφᾱσι , λαμβάνω a perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλήφασιν — εἰλήφᾱσιν , λαμβάνω a perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
αμφιλαφής — ἀμφιλαφής, ές (Α) 1. (για μεγάλα δέντρα) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, που τα κλαδιά του απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση 2. δασύς, πυκνός, κατάφυτος 3. άφθονος, υπερβολικός, δυνατός 4. υπερμεγέθης, πελώριος 5. (σπάν. για πρόσωπα) μεγάλος,… … Dictionary of Greek
λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… … Dictionary of Greek
λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
εἴληφ' — εἴληφι , εἴλη fem dat pl (epic) εἴληφι , ἴλη band fem dat pl (epic ionic) εἴληφα , λαμβάνω a perf ind act 1st sg εἴληφε , λαμβάνω a perf imperat act 2nd sg εἴληφε , λαμβάνω a perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
(s)lā̆ gʷ- — (s)lā̆ gʷ English meaning: to grab Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen” Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… … Proto-Indo-European etymological dictionary