-
1 επιστημονικος
-
2 επιστημονικός
[эпистимоникос] επ научный. -
3 ανεπιστημονικος
-
4 βαθμός
ο1) градус;σήμερα κάνει πέντε βαθμούς υπό το μηδέν — сегодня температура пять градусов ниже нуля;
2) степень; ступень;βαθμός συγγενείας — степень родства;
ως ένα βαθμό — до некоторой степени;
μέχρις απίστευτου βαθμού — до невероятной степени;
στο βαθμό πού πρέπει — в должной степени;
εις μέγιστον ( — или υψιστον) βαθμόν — в высшей степени;
3) ранг, чин, звание, (учёная) степень;βαθμός ταγματάρχου — чин майора;
επιστημονικός βαθμός — учёное звание, учёная степень;
4) категория, разряд, класс;κατεδικάσθη διά κλοπήν εις βαθμόν πταίσματος — он осуждён за мелкую кражу;
5) оценка, балл, отметка; очко;6) мат. степень;εξίσωσις δευτέρου βαθμού — уравнение второй степени;
7) грам, степень -
5 κόσμος
ο1) космос, вселенная; 2) мир, свет;στα πέρατα ( — или στην άκρη) τού κόσμου — на краю света;
γύρισα όλον τον κόσμο — я объехал весь свет;
σ' όλο τον κόσμο — во всём мире;
3) мир, общество; народ, люди;ο επιστημονικός κόσμος — учёный мир, научная общественность;
όλος ο κόσμος το ξέρει — всему миру (или свету) известно;
ο
κόσμος λέει — люди говорят;πολύς κόσμος — много народу;
βγαίνω στον κόσμο — появляться на людях;
4) мир, сфера;ζωικός κόσμος — животный мир;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ Νέος κόσμος — Новый Свет (об Америке);
Παλαιός κόσμος — Старый Свет (об Европе);
ο καλός κόσμος — высшее общество;
τα μέρη τού κόσμου — части света;
ο κάτω κόσμ — подземное царство, преисподняя;
ο πάνω κόσμος — земная жизнь (в противоп. преисподней);
τα καλά τού κόσμου — все земные блага;
έρχομαι στον κόσμο — рождаться;
φέρνω στον κόσμο — рождать;
δεν χάθηκε ο κόσμος — или δεν χάλασε ο κόσμος — а) не беда, это неважно, не стоит беспокоиться; — б) это не бог весть что; — свет не клином сошёлся;
μετέστη εις τον άλλον κόσμον — он переселился в иной мир, он умер;
στέλνω στον άλλο κόσμο — отправить на тот свет;
χαλώ τον κόσμο — или σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι — поднять всех на ноги, переполошить всех;
εφαγα τον κόσμο να σε βρώ — я тебя разыскивал повсюду;
γιά τα μάτια τού κόσμου — для отвода глаз;
μπροστά στον κόσμο — на людях;
μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου — а) при всём народе;
б) перед лицом всего мира;σφαίρα είναι κόσμος και γυρίζει — погов, колесо фортуны переменчиво
-
6 νούς
ο1) ум, разум; рассудок; интеллект;εφευρετικός νούς — изобретательный ум;
οξύς νούς — острый ум;
κοινός νούς — здравый смысл;
μέγας ( — или μεγάλος) νούς — великий ум; — человек большого ума;
2) склад ума, образ мыслей;επιστημονικός νούς — научный склад ума;
3) мысль;πού, τρέχει ο νούς σου; — о чём ты думаешь?;
ο νούς του πάντα πάει στο κακό — в голове у него всегда дурные мысли;
4) замысел, идея;ο νούς τού συγγραφέα — замысел писателя;
5) смысл;§ κοντά στο νού κι' η γνώση нетрудно догадаться; это само собой разумеется; έχει νού он человек с умом; έχω κατά νουν намереваться, думать, собираться; δεν το έχω στο νού να το κάνω я и не думаю этого делать; βάζω με το νού μου предполагать, представлять себе; подозревать; λέω με το νού μου думать про себя; δεν είσαι με το νού σου! ты не в своём уме!; 2χω τον νού μου σε... а) думать о...; б) внимательно следить за...; χάνω το νού μου терять рассудок, терять голову; быть ошеломлённым, приходить в смятение; λογαριάζω με το νού считать в уме; κρατώ στο νού держать в уме; μου έρχεται στο νού приходить на ум, в голову; вспоминаться; δεν μού βγαίνει απ' το νού у меня не выходит из головы, из ума не идёт...;δεν το χωρεί ο νούς μου — у меня это не укладывается в голове, это уму непостижимо;
πήρε ο νούς του αέρα — он задрал нос, он очень возомнил о себе;
αυτό βγάλ' το από τό -
7 σοσιαλισμός
ο социализм;ουτοπικός ( — или ουτοπιστικός) σοσιαλισμός — утопический социализм;
επιστημονικός σοσιαλισμός — научный социализм
См. также в других словарях:
ἐπιστημονικός — capable of knowledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… … Dictionary of Greek
επιστημονικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που γίνεται με επιστήμη: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοχημεία — Επιστημονικός όρος, με τον οποίο δηλώνεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη χημεία, όταν το πεδίο έρευνάς της είναι ο κοσμικός χώρος και τα ουράνια σώματα. Είναι αντίστοιχη με τη γεωχημεία, το πεδίο έρευνας της οποίας είναι η Γη. Η κ. μελετά τη χημική… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικά — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc pl ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc dual ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικώτερον — ἐπιστημονικός capable of knowledge adverbial comp ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc comp sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικωτάτων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen superl pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικωτέρων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικῶν — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικόν — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)