-
1 επιστημονικός
scientifique
См. также в других словарях:
ἐπιστημονικός — capable of knowledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… … Dictionary of Greek
επιστημονικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που γίνεται με επιστήμη: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοχημεία — Επιστημονικός όρος, με τον οποίο δηλώνεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη χημεία, όταν το πεδίο έρευνάς της είναι ο κοσμικός χώρος και τα ουράνια σώματα. Είναι αντίστοιχη με τη γεωχημεία, το πεδίο έρευνας της οποίας είναι η Γη. Η κ. μελετά τη χημική… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικά — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc pl ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc dual ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικώτερον — ἐπιστημονικός capable of knowledge adverbial comp ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc comp sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικωτάτων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen superl pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικωτέρων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικῶν — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικόν — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)