-
1 учёный
учёный 1. (научный) επιστημονικός· \учёныйая степень о επιστημονικός βαθμός; \учёныйое звание о. επιστημονικός τίτλος 2. м о επιστήμονας* * *1.( научный) επιστημονικόςучёная степень — ο επιστημονικός βαθμός
2. мучёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος
ο επιστήμονας -
2 ученый
учен||ый1. прил (о человеке) πολυμαθἡς, σοφός, ἐπιστήμονας [-ων], πεπαιδευμένος·2. прил (относящийся к науке) ἐπιστημονικός:\ученыйый совет ἡ σύγκλητος, τό συμβούλιο καθηγητών \ученыйое общество ὁ ἐπιστημονικός σύλλογος· \ученыйая степень ὁ ἐπιστημονικός βαθμός· \ученыйое звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· \ученыйые записки τά πεπραγμένα (или τά πρακτικά) ἐπιστημονικοῦ ιδρύματος·3. прил (дрессированный) ἐξασκημένος, (ἐκ)γυμνασμέ- νος·4. м ὁ ἐπιστήμονας [-ων], ὁ σοφός:известный \ученыйый ὁ διάσημος ἐπιστήμονας. -
3 учёный
επ., βρ: учн, -а, -о.1. επιστήμονας, έμπειρος•учёный садовод επιστήμονας κηπουρός.
|| (για ζώα) συνηθισμένος, γυμνασμένος, εξασκημένος.2. πολυμαθής, πολύμαθος, πολΰξερος, πολύγνωρος, πολυκάτεχος.(απλ.) γραμματισμένος, μορφωμένος.3. ουσ. επιστήμονας•известный учёный διάσημος επιστήμονας•
-с мировым именем επιστήμονας παγκόσμιας φήμης.
4. επιστημονικός•-ая статья επιστημονικό άρθρο•
учёный спор επιστημονική συζήτηση•
-ые термины επιστημονικοί όροι (ορολογίες)•
учёный круг επιστημονικός κύκλος•
-ая степень ο επιστημονικός βαθμός•
-ое звание ο επιστημονικός τίτλος.
-
4 научность
-и θ.επιστημονικότητα, επιστημονική αξία, επιστημονικός χαρακτήρας ή τρόπος•научность изложения επιστημονικός τρόπος έκθεσης•
научность доводов επιστημονικός χαρακτήρας των επιχειρημάτων.
-
5 звание
звание с το αξίωμα, ο τίτλος почётное \звание о τιμητικός τίτλος учёное \звание о επιστημονικός τίτλος воинское \звание о στρατιωτικός βαθμός \звание чемпиона о τίτλος του πρωταθλητή* * *сτο αξίωμα, ο τίτλοςпочётное зва́ние — ο τιμητικός τίτλος
учёное зва́ние — ο επιστημονικός τίτλος
во́инское зва́ние — ο στρατιωτικός βαθμός
зва́ние чемпио́на — ο τίτλος του πρωταθλητή
-
6 научный
научный επιστημονικός·\научныйая работа η επιστημονική εργασία· \научный работник о επιστήμονας* * *нау́чная рабо́та — η επιστημονική εργασία
нау́чный рабо́тник — ο επιστήμονας
-
7 сотрудник
сотрудник м о συνεργάτης· о υπάλληλος (служащий)· научны? \сотрудник о επιστημονικός συνεργάτης* * *мο συνεργάτης; ο υπάλληλος ( служащий)нау́чный сотру́дник — ο επιστημονικός συνεργάτης
-
8 степень
степень ж о βαθμός; учёная \степень о επιστημονικός τίτλος* * *жο βαθμόςучёная сте́пень — ο επιστημονικός τίτλος
-
9 наукообразность
-и θ., επιστημονικότητα, ο, επιστημονικός τρόπος•наукообразность изложения επιστημονικός τρόπος έκθεσης.
-
10 аппаратура
τα όργανατο σύνολο οργάνων, ο εξοπλισμόςиндикаторная (рлк.) - ενδείξεωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аппаратура
-
11 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
12 руководитель
ο καθοδηγητήςнаучный - επιστημονικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > руководитель
-
13 степень
1. (в значениях· размах, масштаб, уровень, ступень, категория) о βαθμός- окисления - οξείδωσης, ο αριθμός οξείδωσης2. (произ-ведение нескольких равных сомножителей) η δύναμη 3. (учёное звание) о (επιστημονικός) τίτλος, ο βαθμός 4. грам. о βαθμ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > степень
-
14 учёный
1. (относящийся к науке, руководящий научной деятельностью) επιστημονικός 2. (высококвалифицированный специалист в какой-л. области науки) о επιστήμοναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учёный
-
15 звание
звани||ес1. ὁ τίτλος / воен. τό ἀξίωμα, ὁ βαθμός:\звание капитана ὁ βαθμός λοχαγού· воинское \звание ὁ στρατιωτικός βαθμός· ученое \звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· почетное \звание ὁ τιμητικός τίτλος· \звание Героя труда ὁ τίτλος τοῦ ήρωα τῆς δουλειάς·2. уст. (сословие) ἡ τόξη [-ις]:духовное \звание τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμα· люди всякого \званиея ἀνθρωποι διαφόρων τάξεων. -
16 младший
младш||ийприл1. (по возрасту) νεώτερος:\младшийие классы (в школе) οἱ μικρές τάξεις·2. (по положению) κατώτερος:\младший научный сотрудник κατώτερος ἐπιστημονικός συνεργάτης. -
17 научный
научн||ыйприл ἐπιστημονικός:\научныйая работа ἡ ἐπιστημονική ἐργασία· \научный работник ὁ ἐπιστήμονας [-ων]. -
18 секретарскийрь
секретарский||рьм ὁ γραμματέας [-εύς]:генеральный \секретарскийрьрь ὁ γενικός γραμματέας· личный \секретарскийрьрь ὁ ἰδιαίτερος γραμματέας· ученый \секретарскийрьрь ἐπιστημονικός γραμματέας. -
19 сотрудник
сотру́дни||км ί. ὁ συνεργάτης:\сотрудник газеты ὁ συνεργάτης ἐφημερίδας· научный \сотрудник ὁ ἐπιστημονικός συνεργάτης·2. (служащий) ὁ ὑπάλληλος:-*· учреждения ὁ δημόσιος ὑπάλληλος. -
20 научный
[ναούτσνυΐ] εκ. επιστημονικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιστημονικός — capable of knowledge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστημονικός — ή, ό (AM ἐπιστημονικός, ή, όν) [επιστήμων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους τής επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις») αρχ. ο ικανός να κατέχει την… … Dictionary of Greek
επιστημονικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που γίνεται με επιστήμη: Επιστημονική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμοχημεία — Επιστημονικός όρος, με τον οποίο δηλώνεται οτιδήποτε έχει σχέση με τη χημεία, όταν το πεδίο έρευνάς της είναι ο κοσμικός χώρος και τα ουράνια σώματα. Είναι αντίστοιχη με τη γεωχημεία, το πεδίο έρευνας της οποίας είναι η Γη. Η κ. μελετά τη χημική… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικά — ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc pl ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc/acc dual ἐπιστημονικά̱ , ἐπιστημονικός capable of knowledge fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικώτερον — ἐπιστημονικός capable of knowledge adverbial comp ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc comp sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστοφυσική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τα φυσικά φαινόμενα που συμβάλλουν στη σύσταση των ιστών και στις εκδηλώσεις των ζωικών δραστηριοτήτων τους. Ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μορφολειτουργικές σχέσεις των ιστών ονομάζεται ιστοφυσιολογία και… … Dictionary of Greek
ἐπιστημονικωτάτων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen superl pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικωτέρων — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen comp pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικῶν — ἐπιστημονικός capable of knowledge fem gen pl ἐπιστημονικός capable of knowledge masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστημονικόν — ἐπιστημονικός capable of knowledge masc acc sg ἐπιστημονικός capable of knowledge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)