Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εφευρετικός

  • 1 εφευρετικός

    η, ό[ν] изобретательный, находчивый, искусный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εφευρετικός

  • 2 εφευρετικός

    [эфэврэтикос] επ изобретательный.

    Эллино-русский словарь > εφευρετικός

  • 3 νούς

    ο
    1) ум, разум; рассудок; интеллект;

    εφευρετικός νούς — изобретательный ум;

    οξύς νούς — острый ум;

    κοινός νούς — здравый смысл;

    μέγας ( — или μεγάλος) νούς — великий ум; — человек большого ума;

    2) склад ума, образ мыслей;

    επιστημονικός νούς — научный склад ума;

    3) мысль;

    πού, τρέχει ο νούς σου; — о чём ты думаешь?;

    ο νούς του πάντα πάει στο κακό — в голове у него всегда дурные мысли;

    4) замысел, идея;

    ο νούς τού συγγραφέα — замысел писателя;

    5) смысл;
    § κοντά στο νού κι' η γνώση нетрудно догадаться; это само собой разумеется; έχει νού он человек с умом; έχω κατά νουν намереваться, думать, собираться; δεν το έχω στο νού να το κάνω я и не думаю этого делать; βάζω με το νού μου предполагать, представлять себе; подозревать; λέω με το νού μου думать про себя; δεν είσαι με το νού σου! ты не в своём уме!; 2χω τον νού μου σε... а) думать о...; б) внимательно следить за...; χάνω το νού μου терять рассудок, терять голову; быть ошеломлённым, приходить в смятение; λογαριάζω με το νού считать в уме; κρατώ στο νού держать в уме; μου έρχεται στο νού приходить на ум, в голову; вспоминаться; δεν μού βγαίνει απ' το νού у меня не выходит из головы, из ума не идёт...;

    δεν το χωρεί ο νούς μου — у меня это не укладывается в голове, это уму непостижимо;

    πήρε ο νούς του αέρα — он задрал нос, он очень возомнил о себе;

    αυτό βγάλ' το από τό

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νούς

См. также в других словарях:

  • ἐφευρετικός — inventive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφευρετικός — ή, ό (Α ἐφευρετικός, ή, όν) [εφευρέτης] αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, ο επινοητικός, ο ευρεσίτεχνος …   Dictionary of Greek

  • εφευρετικός — ή, ό αυτός που έχει την ικανότητα να εφευρίσκει, επινοητικός, ερευνητικός: Μυαλό εφευρετικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφευρετικόν — ἐφευρετικός inventive masc acc sg ἐφευρετικός inventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικαί — ἐφευρετικός inventive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικοῖς — ἐφευρετικός inventive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικοί — ἐφευρετικός inventive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικῆς — ἐφευρετικός inventive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικῇ — ἐφευρετικός inventive fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετική — ἐφευρετικός inventive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφευρετικήν — ἐφευρετικός inventive fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»