-
101 ἐπι-ζεύγνῡμι
ἐπι-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), anjochen, bespannen, πώλοις ἀκμαίοις τόνδ' ἐπιζεύξασ' ὄχον Aesch. Eum. 383; übertr., μήτ' ἐπιζευχϑῇς στόμα φήμαις πονηραῖς Ch. 1040, nimm nicht Worte böser Vorbedeutung in den Mund. – Uebh. verbinden, κορμοὺς αὖϑις ἐπεζεύγνυον Her. 7, 36, χεῖρας ἐπιζεύξαντα μέσας βοέοισιν ἱμᾶσιν Theocr. 22, 3, S0., wie Plut. Pericl. 13; in tmesi, χαίταισι ζευχϑέντες ἔπι στέφανοι Pind. Ol. 3, 6; – darüberspannen, γέφυρα ἐπεζευγμένη ὕδατος Luc. V. Hist. 2, 43; – hinzufügen, κοινὸν ὄνομα οὐδὲν ἐπέζευκται Arist. H. A. 4, 7, vgl. rhet. 3, 5; D. Sic. 12, 20; – umgeben, γεωλόφων ἐπιζευγνύντων τὸν αὐχένα Pol. 1, 75, 4, ϑάλαττα τὴν μίαν πλευρὰν ἐπιζεύγνυσι 3, 49, 7.
-
102 ἐπι-γιγνώσκω
ἐπι-γιγνώσκω, u. ἐπι-γῑνώσκω (s. γιγνώσκω), – 1) wiedererkennen, anerkennen, αἴ κέ μ' ἐπιγνώῃ (als Conjunct. bei Bekker, bei Wolf ἐπιγνοίη), Od. 24, 217; τὴν πρὸς Ἀντίστιον γραφεῖσαν ἐπιστολήν D. Hal. – 2) als Zuschauer mit ansehen, betrachten, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι Od. 18, 30; übh. kennen lernen, einsehen, τινός, Pind. Ol. 4, 279; ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον Aesch. Ag. 1580; ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν ϑεόν Soph. Ant. 950, wie νῦν ἐπέγνως εὖ μ' ἐπ' ἀνδρὶ δυςμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα Ai. 18; σφραγῖδα Thuc. 1, 132 u. Folgde; ἐπιγνοίης ἂν αὐτὴν οἰκείαν γενομένην Plat. Euthyd. 301 e; ὅσους ἐπέγνωσαν τῶν ἐχϑρῶν ὄντας, die sie als zu den Feinden gehörend erkannten, Xen. Hell. 5, 4, 12. – 3) erkennen, ein Erkenntniß fällen, vom Richter, D. Hal. 11, 51; τὰ πρόςφορα ἐπιγιγνώσκοντες, beschließend, Thuc. 2, 65, vgl. 1, 70, wo es = ἐπινοεῖν ist. – 41 später einsehen, Strat. 28 (XII, 186). – 5) ἄνδρα, erkennen, LXX.
-
103 ἐπι-κείρω
ἐπι-κείρω, ep. aor. ἐπέκερσα, scheeren, beschneiden, σῖτον, das Getreide anschröpfen, Theophr.; – πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας Il. 16, 394 erkl. die Alten διακόψαι, διαφϑεῖραι, niedermähen, niederstrecken; in tmesi, ἐπὶ μήδεα κείρειν, die Anschläge hintertreiben, vereiteln, 15, 467. 16, 120.
-
104 ἐπι-καλύπτω
ἐπι-καλύπτω, überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῠν πάϑει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.
-
105 ἐπι-καθ-ιζάνω
ἐπι-καθ-ιζάνω, = Folgdm, ἐπὶ τὴν κεφαλήν Antiphan. bei Ath. VI, 257 e.
-
106 ἐπι-καθ-ίστημι
ἐπι-καθ-ίστημι (s. ἵστημι), darüber einsetzen, ἐπὶ ταῖς μαντείαις κριτάς Plat. Tim. 72 b; Θεοπόμπου τὴν τῶν ἐφόρων ἀρχὴν ἐπικαταστήσαντος Arist. Pol. 5, 11; nach einem Andern, in dessen Stelle einsetzen, Pol. 2, 19, 8; ὁ ἐπικατασταϑεὶς στρατηγός 2, 2, 11. – Med. für sich einsetzen, φυλακήν Thuc. 4, 130, v. l. ἐπεκαϑίσαντο, wofür D. Cass. φυλακὰς ἐπικαϑίστη sagt, 41, 50.
-
107 ἐπι-καθ-ίζω
ἐπι-καθ-ίζω (s. ἵζω), daraufsetzen, stellen, Hippocr. Bei Thuc. 4, 130 wird jetzt φυλακὴν ἐπικαϑίσταντο für ἐπεκαϑίσαντο gelesen. – Gew. sich darauf setzen, darauf sitzen, πειϑώ τις ἐπεκάϑιζεν ἐπὶ τοῖς χείλεσιν Eupolis bei Schol. Ar. Ach. 529; γλαῦκα τοῖς καρχησίοις ἐπικαϑίζουσαν Plut. Them. 12; auch πόλει, belagern, Pol. 4, 61, 6.
-
108 ἐπι-κνάω
ἐπι-κνάω (s. κνάω), dazu schaben, reiben; ἐπικνῶσιν τυρόν, ἐπικνῶ (imper. pr. med.) σίλφιον, Ar. Av. 533. 1582 (vgl. Hom. ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν, Il. 11, 638); τὴν παρειὰν ἐπικνῶσα, die Backe dabei kratzen, Heliod. 2, 8.
-
109 ἐπι-καίω
ἐπι-καίω, att. - κάω (s. καίω), darauf anzünden, πῦρ H. h. Apoll. 491; in tmesi ὅς μοι πολλὰ βοῶν ἐπὶ μηρί' ἔκηεν, Il. 22, 170 u. öfter, d. i. auf dem Altar verbrennen; vgl. Hes. O. 335. – Auf der Oberfläche u. übh. verbrennen, οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. Ep. VII, 340 d; τῷ χρώματι παρὰ τὴν φύσιν ἐπικεκαυμένος Pol. 39, 2, 7; B. A. 72, 28 wird ἐπικαίεσϑαι ἐν τῷ ἡλίῳ als der vulgäre Ausdruck für χραίνεσϑαι πρὸς ἥλιον erkl.; vom Blitz, Arist. meteor. 3, 1; mit glühendem Eisen, H. A. 9, 40; D. Sic. 3, 53 u. A. Uebertr. erkl. Schol. Ar. Lys. 221 ἐπιτυφῇ μου durch ἐπικαυϑῇ ἐπ' ἐμοί.
-
110 ἐπι-κηρύσσω
ἐπι-κηρύσσω, 1) durch den Herold ausrufen, öffentlich bekannt machen lassen, bes. eine Belohnung oder eine Strafe, ἐπεκήρυξαν ἐπὶ Κορυδαλῷ ἀργύριον, sie setzten eine Geldsumme auf den Kopf des Korydalus, erklärten ihn für vogelfrei, Her. 7, 214, wie ἐπεκηρύχϑη αὐτῷ ἀργύριον 213; ἐπεκήρυξε, ὃς ἂν ἁλίσκηται διαπλέων, ϑάνατον τὴν ζημίαν Xen. Hell. 1, 1, 10, er setzte Todesstrafe darauf; διὰ ταῦτα χρήματα αὐτῷ τοὺς Θηβαίους ἐπικεκηρυχέναι, die Theb. hätten einen Preis auf seinen Kopf gesetzt, Dem. 19, 21; vgl. Plut. Pomp. 32; pass., ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν λαμβάνει παρὰ τῶν Χίων τὰ ἐπικηρυχϑέντα χρήματα Ath. VI, 266 d; ὡς καὶ ἐκείνῳ ἐπεκηρύχϑη, als auch jener proscribirt wurde, D. Cass. 47, 12, wofür auch ὁ ἐπικηρυχϑείς steht, 37, 10 u. öfter. – C. inf., ἐπικηρύττοντες τάλαντον ἀργυρίου δώσειν τῷ ἀποκτείναντι Lys. 6, 18; χρημάτων πλῆϑος τοῖς ἀνελοῦσι, eine Belohnung für die, D. Sic. 14, 8; vgl. Plut. Them. 26, 29. – Pol. vrbdt τὸ λάφυρον ἐπεκήρυξαν κατὰ τῶν Αἰτωλῶν, sie machten die Erlaubniß zur Plünderung des Landes der Aetoler bekannt, 4, 26, 7; – ἐκείνῳ πόλεμος ἐπεκηρύχϑη ist einfach: es wurde der Krieg gegen ihn erklärt, D. Cass. 78, 38. – Bei Aesch. Sept. 616, πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχϑεὶς χϑονί, scheint es der Vrbdg nach nicht der Geächtete zu sein, sondern sc. βασιλεύς, vom Herold zum König ausgerufen, od. dem Lande Drohungen verkündend. – 2) wie ἀποκηρύσσω, feilbieten, verkaufen, Plut. Camill. 8.
-
111 ἐπι-κοιτέω
ἐπι-κοιτέω, wobei, worauf schlafen; ἐπὶ τῶν ἔργων, dabei bleiben, Wache halten, Pol. 22, 10, 6.
-
112 ἐπι-κοινῆς
ἐπι-κοινῆς, gemeinschaftlich, für ἐπὶ κοινῆς, Hesych.
-
113 ἐπι-κληρόω
ἐπι-κληρόω, durchs Loos zutheilen; φυλὴ μία τῷ μορίῳ ἑκάστῳ ἐπικληρωϑεῖσα Plat. Legg. VI, 760 b; τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς Dem. 21, 13, öfter, wie Sp., ἐπὶ ϑανάτῳ τινάς, durchs Loos zum Tode bestimmen, decimiren, D. Cass. 41, 35; τὸ ἔϑνος, ὃ ἐπεκεκλήρωτο, die Provinz, die er erloos't hatte, 37, 50.
-
114 ἐπι-κλονέω
ἐπι-κλονέω, (in Wogen), in Verwirrung u. Unordnung hintreiben; Il. 18, 7 steht jetzt νηυσὶν ἔπι κλονέονται; übh. anregen, antreiben, ϑρασέες γὰρ ἐπικλονέεσκον Ἔρωτες Ap. Rh. 3, 687, Schol. ἐϑορύβουν; δῆριν ἐπικλονέουσι, den Streit erregen, Qu. Sm. 8, 426; pass., Ap. Rh. 1, 783.
-
115 ἐπι-κλάζω
ἐπι-κλάζω (s. κλάζω), dazu schreien; εἰρεσίῃ ἐπικλάζουσι ἀείδοντες Opp. Hal. 5, 295; Sp. – Dabei ertönen lassen, Pind. in tmesi, ἐπί οἱ Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν P. 4, 23.
-
116 ἐπι-κλίνω
ἐπι-κλίνω (s. κλίνω), anlehnen; οὐδὲ πύλῃσιν εὗρ' ἐπικεκλιμένας σανίδας, angelehnte, verschlossene Thürflügel, Il. 12, 121; τὴν ϑύραν, die Thür verschließen, Ar. Eccl. 420 (vgl. ἀνακλίνω); κεραῖαι ἐπικεκλιμέναι, auf oder über die Mauer gelegte Segelstangen, Thuc. 2, 76; τὰ ὦτα, die Ohren an den Kopf legen, von den Hunden, Xen. Cyn. 6, 15. – Bei Eur. im pass., Σαλαμῖνος τᾶς ἐπικεκλιμένας ὄχϑοις ἱεροῖς, die sich dahin neigt, dabei liegt, Tr. 797, wie Κολχὶς πόντου καὶ γαίης ἐπικέκλιται ἐσχατιῇσιν Ap. Rh. 2, 417. – Intrans., sich wohin neigen. πρὸς ταῦτα τὰ πράγματα, sich daran machen, Dem. 3, 8; ἐπί τινα, Plut. u. a. Sp.; – ἐπεκλίνϑην, ich legte mich zu Tische, Ammian. 19 (XI, 14).
-
117 ἐπι-γίγνομαι
ἐπι-γίγνομαι, ion. u. später ἐπιγίνομαι (s. γίγνομαι), dazu, danach entstehen, werden; von der Zeit, dazu kommen, herankommen, ἔαρος ἐπιγίγνεται ὥρη Il. 6, 148; χρόνου ἐπιγενομένου, nach Verlauf der Zeit, Her. 1, 28; τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου ϑέρους, im folgenden Sommer, Thuc. 4, 52; τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ 3, 75; νὺξ ἐπεγένετο τῷ ἔργῳ, es wurde darüber Nacht, 4, 25; καὶ ὕστερον πάσαις ἅμα ναυσὶν ἐκείνους ἐπιγενέσϑαι, sie kamen später dazu, 3, 77; in feindlicher Bdtg herankommen, überfallen, οἱ ἐκ τῆς ἐνέδρας Ἀκαρνᾶνες ἐπιγενόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου 3, 108; öfter von äußeren Zufällen, die bei Etwas eintreten, wie ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί 3, 74, πνεῦμα, ὑετός, χειμών u. ä., τοσαύτη ἡ ξυμφορὰ ἐπεγεγένητο 8, 96; νόσος 2, 64; allgemein, οἷς ἀρχομένοις ἐπεγένετό τι, es stieß ihnen Etwas zu, Thuc. 5, 20; τὰ ἐναντία ἐπιγιγνόμενα, wenn das Entgegengesetzte eintritt, Antiph. 2 β 1; ἐπιγενομένης ἀῤῥωστίας αὐτῷ Dem. 36, 7. Aehnlich Her. πλώουσι αὐτοῖσι χειμών τε καὶ ὕδωρ ἐπεγίνετο 8, 13; ἐπιγίνεταί σφι τέρεα ἔτι μείζονα 8, 37; τὰ ἐπὶ τούτῳ δεύτερα ἐπιγενόμενα ibid.; – οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί, die später geborenen, späteren, Her. 2, 49; οἱ ἐπιγινόμενοι, die Nachkommen, 9, 85; Thuc. 1, 71, oft, u. Folgde; τῶν ὕστερον ἐπιγιγνομένων Plat. Legg. XII, 969 a; ἡλικίας πλῆϑος ἐπιγεγενημένης Thuc. 6, 26, die nachgewachsen ist (vgl. ἀντὶ τῶν ἀποϑανόντων ἕτεροι ἐπιγενήσονται Xen. Cyr. 6, 1, 12); τὰ ἐπιγενόμενα, das Neuere, 1, 70. Uebh. dazu kommen, δόξῃ ἐπιγίγνεσϑον ψεῦδός τε καὶ ἀληϑές Plat. Phil. 37 b. – Bei Dem. 36, 9 sind αἱ ἐπιγενόμεναι μισϑώσεις die ihm zufallenden, fälligen Pachtgelder.
-
118 ἐπι-βατός
ἐπι-βατός, ersteigbar, Her. 4, 62 u. Folgde; ἐξ ἧς ἐπιβατὸν ἐπὶ τὰς ἄλλας νήσους, von wo ein Zugang war zu den anderen Inseln, Plat. Tim. 24 e; übertr., χρυσίῳ, dem Golde zugänglich, bestechlich, Plut. Dem. 14. – D. Cass. 14, 42 sagt ἐπιβατὴν Κελτικὴν ποιῆσαι.
-
119 ἐπι-βατεύω
ἐπι-βατεύω, ein ἐπιβάτης sein, als Reisender od. Seesoldat auf einem Schiffe sein, vgl. Schol. Ar. Ran. 48; ἐπὶ πασέων τῶν νεῶν ἐπεβάτευον Πέρσαι Her. 7, 96; ἐφ' ᾗ (νηΐ, v. l. ἠς) ἐπεβάτευε Plat. Lach. 183 d; νεώς Luc. Paras. 46. – Auf Etwas treten, darauf fußen, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος, sich auf den Namen stützen, ihn zum Vorwande brauchen, Her. 3, 63. 67, vgl. 9, 95; Sp., wie τῆς ἡγεμονίας ἐπιβεβατευκέναι D. Cass. 79, 7; – hinaufsteigen, betreten, τῶν βασιλείων τοῦ Διός Luc. Contempl. 2; Συρίας, in Syrien eindringen, um es einzunehmen, Plut. Anton. 28; bei Ar. Ran. 48 Κλεισϑένει, obscön, wie ein Schiff besteigen, wie bespringen von Thieren, Schol. ibd.
-
120 ἐπι-μετρέω
ἐπι-μετρέω, zumessen, zutheilen, Hes. O. 395; – noch dazu messen, hinzufügen, οἱ δ' οὐχ οἷον συνεστάλησαν, ἀλλ' ἐπεμέτρησαν, sondern sie gingen noch weiter, Pol. 5, 15, 8; οὐκ ἐπιμετρῶν τὸν ϑυμὸν τοῖς πραττομένοις 5, 10, 3; ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα ἔτεσιν, ἃ βεβίωκεν, ἄλλα τοσαῦτα ἐπιμετρήσας Luc. D. Mort. 5, 1, vgl. Philops. 24, wie Καίσαρι ἄλλην πενταετίαν ἐπιμετρηϑῆναι τῆς στρατηγίας Plut. Caes. 31; διςχίλια τάλαντα δωρεὰν ταῖς μισϑοφοραῖς Alex. 42; τῇ εὐχῇ, hinzusetzen, Luc. Navig. 18; τὸν οὐρανόν, durchmessen, Icarom. 6. – Intr., λόγος ἐπιμετρῶν, die eine Zugabe ausmacht, Pol. 15, 34, 1; so τὸ ἐπιμετροῦν 12, 15 E.
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek