-
1 выстилать
(επι)στρώνωσκεπάζω, καλύπτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выстилать
-
2 лудить
(επι)κασσιτερώνω, γανώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лудить
-
3 придаточный
(επι)πρόσθετος, εξαρτημένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > придаточный
-
4 прилагаемый
(επι)συναπτόμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилагаемый
-
5 отъёмный
επί αφαιρούμενος, προσθετός. -
6 oracıkta
επί τόπου, ακριβώς εκεί -
7 For
prep.On account of: P. and V. διά (acc.). ἕνεκα (gen.), χάριν (gen.) (Plat.), V. εἵνεκα (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.).On the ground of: P. and V. ἐπί (dat.).Be pitied for: P. ἐλεεῖσθαι ἐπί (dat.).Be admired for: P. θαυμάζεσθαι ἐπί (dat.).Renowned for: P. εὐδόκιμος εἰς (acc.) (Plat., Ap. 29D).Have reputation for: P. εὐδοκιμεῖν ἐπί (dat.).On a charge of: P. and V. ἐπί (dat.).For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), διά acc.), πρό (gen.). ὑπέρ (gen.), χάριν gen.) (Plat.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκαAgainst: see Against.For the purpose of: P. and V. εἰς (acc.), ἐπί (dat.).He levied money for the navy: P. ἠγυρολόγησεν εἰς τὸ ναυτικόν (Thuc. 8. 3).He would have asked twenty drachmas for a cloak: Ar. δραχμὰς ἂν ἤτησʼ εἴκοσιν εἰς ἱμάτιον (Plut., 982).To fetch: P. and V. ἐπί (acc.).Expressing duration of time, use the acc.Provisions for three days: P. σιτία τριῶν ἡμερῶν.Expressing space traversed, put the acc.For six or seven furlongs the Plataeans took the road for Thebes: P. ἐπὶ ἓξ ἢ ἕπτα σταδίους οἱ Πλαταιῆς τὴν ἐπὶ τῶν Θηβῶν ἐχώρησαν (Thuc. 3, 24).In limiting sense: P. and V. ὡς.Faithful for a herdsman: V. πιστὸς ὡς νομεὺς ἀνήρ (Soph., O.R. 1118).Had it not been for: P. εἰ μὴ διά (acc.) (Dem. 370).——————conj.P. and V. γάρ, καὶ γάρ.Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > For
-
8 On
adv.Forward: P. πόρρω, V. πόρσω, πρόσω, P. and V. εἰς τὸ πρόσθεν.Continuously: Ar. and P. συνεχῶςGo on: lit., P. προέρχεσθαι; see Advance.Continue: P. διατελεῖν, διαγίγνεσθαι, P. and V. καρτερεῖν.Happen: P. and V. γίγνεσθαι.——————prep.Of place: P. and V. ἐπί (dat.).Of time, upon: P. and V. ἐπί (dat.).At: P. and V. ἐν (dat.).In addition to: P. and V. ἐπί (dat.), πρός (dat.).Concerning: see Concerning.On account of: see under Account.On behalf of: see under Behalf.On foot: use adj., P. and V. πεζός, or adv., P. πεζῇ.From on high: P. and V. ἄνωθεν, V. ὑψόθεν (also Plat. but rare P.), ἐξύπερθε, P. ἐπάνωθεν.On the security of: use prep., P. ἐπί (dat.).Raise sixteen minae on anything: P. λαβεῖν ἑκκαίδεκα μνᾶς ἐπί (dat.).On a sudden: see Suddenly.Call on: see under Call.Depend an: see under Depend.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > On
-
9 Plume oneself
Plume oneself (on)v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plume oneself
-
10 Pride
subs.In bad sense: P. and V. φρόνημα, τό, ὕβρις, ἡ, ὄγκος, ὁ, P. ὑπερηφανία, ἡ, ὑπεροψία, ἡ, μεγαλαυχία, ἡ, V. χλιδή, ἡ, φρόνησις, ἡ.In good sense: P. and V. φρόνημα, τό, V. φρόνησις, ἡ (Eur., frag.).The pride of, boast of: P. and V. σχῆμα, τό (Eur., And. 1), V. πρόσχημα, τό, ἄγαλμα, τό, φάος, τό, φῶς, τό, αὔχημα, τό.Take pride in: see pride oneself on.Pride oneself on, v.: P. and V. φρονεῖν μέγα (ἐπί, dat.), ἀγάλλεσθαι (dat., or ἐπί, dat.), ἁβρύνεσθαι (dat.) (Plat.), σεμνύνεσθαι ἐπί (dat.), λαμπρύνεσθαι (dat.), P. φιλοτιμεῖσθαι (dat., or ἐπί, dat.), καλλωπίζεσθαι (dat., or ἐπί, dat.), Ar. and V. χλιδᾶν (ἐπί, dat.), ἐπαυχεῖν (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pride
-
11 над
κ. надо (πρόθεση με οργν.)11. επί, επάνω, από πάνω, υπεράνω πάνω•над городом пролетал самолт πάνω από την πόλη πέταξε αεροπλάνο•
лампа висит над столом η.λάμπα κρέμεται, πάνω από το τραπέζι•
над нашими головами πάνω από τα κεφάλια μας.
2. (επικυριαρχία, σφαίρα όρασης) επί•над собой επι του εαυτού μου, στον εαυτό μου•
диктатура -пролетариатом δικτατορία επι του προλεταριάτου•
диктатура над буржуазией δικτατορία επί της αστικής τάξης•
начальник над всеми лечебными заведениями προϊστάμενος -όλων θεραπευτικών ιδρυμάτων.
|| για, διά•трудиться над составлением проекта εργάζομαι για την επεξεργασία προσχεδίου.
|| με•смеяться кем, чем γελώ με κάποιον, με κάτι.
|| σε, προς•насмехаться над кем γελώ σε βάρος κάποιου•
сжилиться над кем λυπούμαι κάποιον.
-
12 Board
subs.Maintenance, subs.: P. and V. τροφή, ἡ, δίαιτα, ἡ.Feeding: Ar. and P. σίτησις, ἡ.Table: lit. and met., P. and V. τράπεζα, ἡ.Council: P. συνέδριον, τό.Board of ten: P. οἱ δέκα.To elect a board of men advanced in years: P. ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσθαι (Thuc. 8, 1).On the boards ( stage): P. ἐπὶ τῆς σκηνῆς.Be on board, v.: P. ἐπιπλεῖν (absol.), ἐμπλεῖν (absol.).Go on board, v.: see board, v.Take on board, v.: P. ἀναλαμβάνειν, ἀναβιβάζεσθαι.Overboard: see Overboard.——————v. trans.Go on board: P. and V. ἐμβαίνειν (absol. or εἰς, acc.; V. also acc. alone), ἐπεμβαίνειν (absol.), ἐπιβαίνειν (dat. or gen. or absol.), εἰσβαίνειν (εἰς, acc., V. also acc. alone), P. ἀναβαίνειν ἐπί (acc.).Board enemy's ship: P. ἐπιβαίνειν (dat.) (Thuc. 7, 70).Supply with food: P. and V. τρέφειν (acc.).V. intrans. Live: P. and V. διαιτεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Board
-
13 Glory in
v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glory in
-
14 Mount
subs.See Mountain.——————v. trans.Make to mount: P. ἀναβιβάζειν, ἐπαναβιβάζειν.Go up: Ar. and P. ἀναβαίνειν ἐπί (acc.), V. ἀμβαίνειν πρός (acc.) (Eur., Hec. 1263), Ar. ἐπαναβαίνειν ἐπί (acc.).Scale: P. and V. ἐπιβαίνειν (gen.), ὑπερβαίνειν, ἐπεμβαίνειν (dat. or ἐπί acc.) (Plat.), Ar. ἐπαναβαίνειν ἐπί (acc.).Chariot: V. εἰσβαίνειν (acc.).met., Mount a play: use Ar. and P. χορηγεῖν.Be lifted up: P. and V. αἴρεσθαι, ἄνω φέρεσθαι.Be raised in air: Ar. and P. μετεωρίζεσθαι.Those who mount horses: V. ἵππων ἐπεμβάται οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mount
-
15 Over
prep.P. and V. ὑπερ (acc. or gen.).Upon: P. and V. ἐπί (dat.).All over: P. κατὰ πάντα.Over a wide space: P. ἐπὶ πολύ.(Exult, etc.) over: P. and V. ἐπί (dat.).Of authority: P. and V. ἐπί (dat.).Set over: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).He pronounces over them a fitting eulogy: P. λέγει ἐπʼ αὐτοῖς ἔπαινον τὸν πρέποντα (Thuc. 2, 34).Beyond, more than: P. and V. ὑπέρ (acc.).Fall over: P. ἐπιπίπτειν (dat.).Get over an illness: see Recover.It is all over with me: use P. and V. οἴχομαι (Plat.), ἀπόλωλα (perf. of ἀπολλύναι), V. ὄλωλα (perf. of ὀλλύναι); see be undone (Undone).Be over, be finished: P. and V. τέλος ἔχειν, τέλος λαμβάνειν, παρελθεῖν ( 2nd aor. of παρέρχεσθαι), τελευτᾶν; see End.——————adv.In compounds: P. and V. ὑπέρ.Overmuch: P. and V. ὑπέρπολυς.Over and above, in addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).In addition: Ar. and V. προσέτι, V. καὶ πρός, πρός (rare P.).Over again: see Again.Over and over: see Repeatedly.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Over
-
16 Proud
adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Proud
-
17 Term
subs.Word, expression: P. and V. λόγος, ὁ, ῥῆμα, τό.Limit: P. and V. ὅρος, ὁ.Term of life: P. and V. αἰών, ὁ.In logic mathematics: P. ὅρος, ὁ ( Aristotle).Terms, conditions: P. and V. λόγοι, οἱ.Agreement: P. and V. σύμβασις, ἡ, P. ὁμολογία, ἡ.Covenant: P. and V. συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό.Terms of surrender: P. ὁμολογία, ἡ.On fixed terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.On the terms: P. and V. ἐπὶ τούτοις (Eur., Rhes. 157), ἐπὶ τοῖσδε (Eur., Alc. 375, Hel. 838); see under condition.On what terms? P. and V. ἐπὶ τῷ; (Eur., Hel. 1234).Bring to terms: P. and V. παρίστασθαι (acc.).Come to terms: P. and V. συμβαίνειν, P. ἔρχεσθαι εἰς σύμβασιν, συμβαίνειν καθʼ ὁμολογίαν, ὁμολογεῖν.Make terms: P. and V. συμβαίνειν, σύμβασιν ποιεῖσθαι, P. καταλύεσθαι; see also make a treaty, under Treaty.On equal terms: P. ἐξ ἴσου, ἐπὶ τῇ ἴσῃ.On tolerable terms: P. μετρίως.We could not agree save on the terms declared: V. οὐ γὰρ ἃν συμβαῖμεν ἄλλως ἢ ʼπὶ τοῖς εἰρημένοις (Eur., Phoen. 590).They thought they were all departing without making terms: P. πάντας ἐνόμισαν ἀπιέναι ἀσπόνδους (Thuc. 3, 111).On friendly terms: P. εὐνοϊκῶς, οἰκείως.Be on friendly terms with: P. οἰκείως ἔχειν (dat.), εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι πρός (acc.); see familiAr.Be on bad terms with: P. ἀηδῶς ἔχειν (dat.).I had been on quite affectionate terms with this man: P. τούτῳ πάνυ φιλανθρώπως ἐκεχρήμην ἐγώ (Dem. 411).——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Term
-
18 на
на 1πρόθ. με αιτ. και, προθτ.1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•
на полу, на пол στο πάτωμα•
на улицу, на улице στο δρόμο•
на сущу, на суще στην ξηρά.
2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•
служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•
идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•
идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•
пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.
3. (κατεύθυνση) προς, κατά•окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•
дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•
посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.
4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.
5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.
6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•
на следующий день την επόμενη (μέρα)•
на другое утро το άλλο πρωί•
на каникулах (σ)τις διακοπές.
|| προς•в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.
|| σε•со дня на день από μέρα σε μέρα•
с часу на час από ώρα σε ώρα.
7. κατά, ως προς•мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.
8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•
подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•
на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•
деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.
9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.
10. (αιτία) για, δια•спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
11. χάρη, για, προς•на славу για δόξα•
на страх για φόβο•
родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.
12. (τρόπο) με, κατά•на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•
на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•
на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•
на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•
на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.
|| (επί βαθμολογίας) για•сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.
13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.
|| από, εκ•на память από μνήμης;
14. με•дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•
она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•
ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•
жарить на масле τηγανίζω με λάδι•
мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•
играть на деньги παίζω με χρήματα.
15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•
на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.
|| (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•
отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.
16. εναντίον, κατά•жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.
|| μπροστά, εμπρός•это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.
17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•
дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).
на 2(μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.εκφρ.вот (тебе и) на – κ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας. -
19 Condition
subs.Good condition: P. and V. εὐεξία, ἡ (Eur., frag.).Bad condition: P. καχεξία, ἡ.Affection: P. πάθος, τό, πάθημα, τό.In good condition, adj.: P. and V. ἐντελής.Rank, station: P. and V. ἀξίωμα, τό, τάξις, ἡ.Clausein an agreement: P. γράμμα, τό.On fixed conditions: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.On these conditions: P. and V. ἐπὶ τούτοις, ἐπὶ τοῖσδε.On what conditions? P. and V. ἐπὶ τῷ;Are we held to this condition for our safety? V. ἐν τῷδε κἀχόμεσθα σωθῆναι λόγῳ; (Eur., Heracl. 498).Under present conditions: P. ἐκ τῶν παρόντων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Condition
-
20 расстояние
η απόσταση, το διάστημαбезопасное - мор. (напр. до мели) - ασφαλείαςтормозное - πέδησης/φρενα-ρίσματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расстояние
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek