Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εγήρᾱσα

См. также в других словарях:

  • ἐγήρασα — γηράσκω grow old aor ind act 1st sg ἐγήρᾱσα , γηράω grow old aor ind act 1st sg (attic) ἐγήρᾱσα , γηράω grow old aor ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερνώ — και γερνάω 1. συντελώ στο να γεράσει κάποιος («με γέρασαν τα βάσανα») 2. γίνομαι γέρος, μπαίνω στη γεροντική ηλικία 3. παροιμ. α) «ο λύκος κι αν εγέρασε, κι άλλαξε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη του άλλαξε ούτε και τη βουλή του» για τις κακές έξεις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»