-
1 καταγηράσκω
καταγηρ-άσκω, Od.19.360 (= Hes.Op.93), E.Med. 124 (anap.), Hyp.Lyc.12, Arist.HA 622a26, etc.:—also [suff] καταγηρ-άω, Pl.Criti. 112c, Is.2.22 (- γηράναι Dobree): [tense] fut. - γηράσομαι [pron. full] [ᾱ] Ar.Eq. 1308, etc.,A ([tense] aor. subj. in Smp. 216a): [tense] aor.- εγήρᾱσα Hdt.2.146
, Pl. Tht. 202d, Ath.14.633b:—from *[suff] καταγηρ-γήραμι (cf. γηράσκω ) come inf. - γηράναι or - γηρᾶναι ([dialect] Att., acc. to Moer.p.115 P., v. supr.) Ath.5.190e, and prob.- εγήρα Od.9.510
, Hdt.6.72: [tense] pf.καταγεγήρᾱκα Isoc. 10.1
:— grow old, ll. cc.;αἶψα.. ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν Od.19.360
; , cf. Hdt.6.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγηράσκω
-
2 καταγηρασμός
καταγηρ-ασμός, ὁ,A old age, Hippiatr.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγηρασμός
-
3 καταγίγνομαι
A abide, dwell, ἐν [ Χρυσοχοείῳ] Test. ap. D.21.22, cf. Teles p.27 H., PMagd.9.3 (iii B.C.), LXX Ex.10.23, OGI666.14 (Egypt, i A.D.), etc.2 busy oneself about, be concerned with a thing,ἔν τινι Plb.31.29.6
;ἐν ἀριθμοῖς καὶ προσώποις A.D.Synt.226.28
(but κ. ἐν δοτικῇ to be constructed with the dative case, 298.10);ὑφ' ὧν καὶ δι' ὧν καὶ περὶ ὧν τὸ Χειρουργικὸν μέρος τῆς τέχνης καταγίνεται Gal.18(2).667
;περί τι Phld.Mus.p.40K.
, Arr.Epict.3.2.6;περὶ τὸ ποιὸν μᾶλλον ἢ τὸ ποσόν Ptol.Geog.1.1.4
, cf. S.E.M.4.1; τὴν γεωμετρίαν οὐ περὶ μεγέθη ἀλλὰ περὶ ποιότητα κ. Plot. 6.3.14;εἴς τι A.D.Synt.298.21
; πρός τι ib.280.15;πρὸς τὸ οἴκοι ἐνδιατρίβειν Agatharch.101
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγίγνομαι
-
4 καταγιγνώσκω
I generally, καταγνοὺς τοῦ γέροντος τοὺς τρόπους having observed his foibles, Ar.Eq.46; πολλήν γέ μου δυστυχίαν κατέγνωκας I have been very unfortunate by your way of it, Pl.Ap. 25a;πολλὴν ἡμῶν ἐρημίαν Is.1.2
; οὐκ ἐπιτήδεα κατά τινος κ. having formed unfavourable prejudices against one, Hdt.6.97: c. inf., of an unfavourable judgement,κ. ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι Th.3.45
, cf. 7.51;αὐτὸς ἐμαυτοῦ κατέγνων μὴ ἂν καρτερῆσαι X.Cyr.6.1.36
, cf. Pl.Ti. 19d: folld. byὅτι, ὡς, ἐμοῦ κατέγνωκας ὅτι εἰμὶ ἥττων τῶν καλῶν Pl.Men. 76c
;οὐκ ἂν καταγνοίην ὑμῶν οὐδενὸς ὡς.. ἀμελήσετε D.21.4
(but κατεγνωκότες ὅτι.. ἐφθείρομεν despising us because.. Th.6.34, cf. PMagd. 42.4 (iii B.C.), Jul.Or.3.108b): c. part.,κ. τινὰ πράττοντα X.Oec.2.18
, cf. Cyr.8.4.9;τὸ Χωρίον νοσερὸν <ὂν> καταγνόντες D.L.2.109
:—[voice] Pass., to be judged unfavourably, lightly esteemed,παρολιγωρεῖσθαι καὶ καταγινώσκεσθαι Plb.5.27.6
; κατεγνωσμένος despised, Philostr.VS2.29.II c. acc. criminis, lay as a charge against a person,κ. ἑωυτῶν ἀνανδρείην Hp.
Aër.22;κ. τινὸς μηδὲν ἀνόσιον Antipho 2.2.12
; δειλίαν, δωροδοκίαν κ. τινός, Lys.14.16, 21.21;οὐδὲν ἀγεννὲς ὑμῶν καταγιγνώσκω D.21.152
;ἑαυτῶν ἀδικίαν And.1.3
; πολλὴν μανίαν, μωρίαν, Isoc.4.133, 5.21; ;τοσαύτην ὑμῶν εὐήθειαν D.30.38
: with gen. understood, οὐ γὰρ ἐκεῖνό γε (sc. σοῦ)καταγνώσομαι, ὡς.. Pl.Euthphr.2b
; laterκ. κατά τινος τὸν φόνον Porph.Abst.2.30
:—[voice] Pass., καταγνωσθεὶς δειλίαν being convicted of cowardice, D.H.11.22;κ. ἐπὶ λογοκλοπίᾳ D.L.8.54
; self-condemned,Ep.Gal.
2.11.2 c. gen. criminis,παρανόμων κ. τινός D.25.67
;παρανοίας ὑμῶν αὐτῶν Id.Prooem.35
: c. acc. pers., κ. τινὰ φόνου pronounce a verdict of murder against.., Lex ap. Lys.1.30; μὴ καταγιγνώσκωμεν τὸ (fort. τοῦ)μηδὲν εἰρηκέναι τὸν ἀποφηνάμενον Pl.Tht. 206e
.3 c. inf., κ. σφῶν αὐτῶν, ἑαυτοῦ ἀδικεῖν, charge oneself with.., Lys.20.6, Aeschin.2.6, cf. D.21.175, 206;κ. ὡς.. Isoc.9.78
:—so in [voice] Pass., καταγνωσθεὶς νεώτερα πρήσσειν being suspected of doing, Hdt.6.2; κ. αὐθέντης (sc. εἶναι) Antipho 3.3.11; to be detected,ἔν τινι PFlor.175.16
(iii A.D.); alsoκατέγνωσται μελίκρητον ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ὡς καταγυιοῖ τοὺς πίνοντας Hp.Acut.56
.4 c. gen. pers. only, condemn,τοῦ ἀνθρώπου Pl.Demod. 382e
.III c. acc. poenae, give judgement or sentence against a person, κ. τινὸς θάνατον pass sentence of death on one, Th.6.60; Μηδισμοῦ κ. τινὸς θάνατον for Medism, Isoc.4.157;κ. τινὸς φυγήν And.1.106
;φυγὴν αὑτοῦ καταγνούς Lys.14.38
: c. inf.,κ. αὐτοῦ ἀποτεῖσαι τὰ Χρήματα D.56.18
; later θάνατον, φυγὴν κ. κατά τινος, D.S.18.62, 19.51:—[voice] Pass., , cf. Lys.13.39, Jusj. ap. D.24.149; laterκαταγνωσθεὶς θανάτῳ Ael.VH12.49
: abs., κατεγνώσθησαν they were condemned, Th.4.74, cf. And.4.8; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγιγνώσκω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский