Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δόρπα

См. также в других словарях:

  • δόρπα — δόρπον evening meal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δόρπια ή Δόρπεια — Η πρώτη από τις τρεις ημέρες της αρχαίας αθηναϊκής γιορτής των Απατουρίων. Ονομάστηκε έτσι από τα δόρπα (δείπνα) που παρέθεταν με την ευκαιρία της γιορτής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»