-
1 δείπνος
-
2 δεῖπνος
-
3 δείπνος
-
4 δεῖπνος
δεῖπνος, ὁ, = δεῖπνον, Aesop. frg. 129 u. Sp.
-
5 δειπνος
-
6 δεῖπνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεῖπνος
-
7 δεῖπνος
δεῖπνος, ου, ὁ (a late form of the prec. entry; Diod S 4, 3 v.l.; schol. on Aristoph., Pax 564; Ursing 23; TestAbr B 5 p. 109, 16 [Stone p. 66] al.; JosAs 3:6 δ. μέγαν 10:14 [DG]; 13:7 [DH]) for δεῖπνον only as v.l. Lk 14:16; Rv 19:9, 17.—B-D-F §49, 2; Mlt-H. 123. -
8 πρό-δειπνος
πρό-δειπνος, vor dem Abendessen, bei Ath. IX, 406 e, ein Stück des Timon.
-
9 σύν-δειπνος
σύν-δειπνος, mit Einem essend, Tischgenosse; Eur. Ion 1172; Xen. Cyr. 3, 2, 25, öfter; Sp., wie Luc.
-
10 σκοτό-δειπνος
σκοτό-δειπνος, im Dunkeln essend, VLL., Erkl. von ζοφοδορπίας.
-
11 τρεχέ-δειπνος
τρεχέ-δειπνος, zu einem Gastmahle laufend, einem Schmause nachrennend, Plut. Symp. 8, 6, 1, soll auch daselbst »spät kommen« heißen; = Parasit, Ath. VI, 242 c.
-
12 φερέ-δειπνος
φερέ-δειπνος, ein Mahl, einen Schmaus bringend, gebend, Nonn.
-
13 φιλό-δειπνος
φιλό-δειπνος, Mahlzeiten, Gastmähler liebend; Alexis bei Ath. XIV, 642 d; Plut. Symp. 8, 6,1.
-
14 κωλῡσί-δειπνος
κωλῡσί-δειπνος, das Gastmahl aufhaltend, hindernd, Plut. Symp. 8, 6, 1, vgl. Ath. II, 63 d.
-
15 κλαυσί-δειπνος
κλαυσί-δειπνος, über eine Mahlzeit weinend, Sp.
-
16 εὔ-δειπνος
εὔ-δειπνος, 1) wohl gespeis't, bei Aesch. Ch. 477 mit reichlichem Todtenopfer versehen. – 2) δαίς, festliches, reichliches Mahl, Eur. Med. 100.
-
17 δωρό-δειπνος
δωρό-δειπνος, der eine Mahlzeit schenkt, παῖς, der die Speisen herumgiebt, Ath. XV, 701 b.
-
18 θυμβρ-επί-δειπνος
θυμβρ-επί-δειπνος, der Saturei zur Mahlzeit genießt, d. i. einen armseligen Lebensunterhalt hat, Ar. Nubb. 421. Vgl. ϑυμβροφάγος.
-
19 αὐτό-δειπνος
αὐτό-δειπνος ( δεῖπνον), der sich selbst sein Essen mitbringt, Hesych.
-
20 ἀπό-δειπνος
ἀπό-δειπνος, vom Essen herkommend; = ἄδειπνος Hesych.
См. также в других словарях:
δεῖπνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνος — ο βλ. δείπνο … Dictionary of Greek
δείπνος — ο βλ. δείπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μυστικός Δείπνος — Ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, την προηγουμένη της σταύρωσής Του, το βράδυ του ιουδαϊκού Πάσχα, δηλαδή τη 14η του μήνα Νισάν, στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, που συμπίπτει με τη Μεγάλη Πέμπτη. Ονομάζεται «μυστικός»… … Dictionary of Greek
δεῖπνοι — δεῖπνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
σκοτόδειπνος — ον, Α αυτός που τρώει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό δειπνος] … Dictionary of Greek
φερέδειπνος — ον, Μ αυτός που παραθέτει δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + δείπνος (< δεῖπνον), πρβλ. δωρό δειπνος, φιλό δειπνος] … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
κωλυσίδειπνος — κωλυσίδειπνος, ον (Α) (για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό… … Dictionary of Greek