-
1 διαχωρήματα
διαχώρημαexcrement: neut nom /voc /acc pl -
2 αἱματώδης
αἱμᾰτ-ώδης, ες,A looking like blood,διαχωρήματα Hp.Prog.11
;φάρυγξ Th.2.49
, cf. Arist. Mete. 342a36, Thphr.HP6.4.6, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματώδης
-
3 κατακορής
κατακορής, ές,3 of colours, deep,μέλαν κατακορές Pl.Ti. 68c
, cf. Arist.Col. 795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; , cf. Epid.4.20;τὰ κ. πονηρά Id.Coac. 601
;ἐρύθημα Id.Epid.7.7
; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108.4 of harmony, complete,τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3
; - κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; - κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65.II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6;βήξ Id.Epid.7.26
; profound, ὕπνος ib.7.2.b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78.2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr. 240e, Lg. 776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [ τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh. 1406a13, cf. Demetr.Eloc. 303;κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79
;τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10
, cf. 32.2.5;ὁ Δημοσθένης.. ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3
;- εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακορής
-
4 νομώδης
νομ-ώδης, ες, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομώδης
-
5 ξυσματώδης
ξυσ-μᾰτώδης, ες,A full of ξύσματα I. Ic,διαχωρήματα Hp.Prog.11
, cf. Acut.52 ([comp] Comp.), Coac. 621, Aret. SD2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυσματώδης
-
6 περίχολος
περίχολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίχολος
-
7 πλαδαρός
A moist, damp,ἱδρῶτι πλαδαρὴ κόμη AP9.653
(Agath.);καρήατα A.R.3.1398
; πλαδαραὶ σάρκες flabby, flaccid, Hp.Int.40, etc.;οὖλα Dsc.5.5
; διαχωρήματα -ώτερα loose, watery, Hp.Acut.52; ὕλη Sch. Iamb.Comm.Math.4; weak,δόρυ Plb.Fr.69
(nisi leg. κλαδ-); of taste, insipid, opp. στρυφνός, Hp.VM14,15, cf. Aristid.Quint.2.15 ([comp] Comp.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαδαρός
-
8 πολυποίκιλος
πολῠ-ποίκῐλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυποίκιλος
-
9 σιτώδης
σῑτ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτώδης
-
10 σπόρθυγγες
σπόρθυγγες· αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. [full] σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπόρθυγγες
-
11 χρῴζω
χρῴζω, E.Ph. 1625, Alex.141.9, Arist.Mir. 834a8, later [full] χρώννῡμι, [suff] χρυς-ύω (qq.v.): [tense] fut.Aχρώσω Hsch.
: [tense] aor. , Luc. Im.7, etc.: [tense] pf. κέχρωκα ([etym.] ἐπι-) Plu.2.395d:—[voice] Pass., [tense] fut.χρωσθήσομαι Gal.1.278
, 9.394: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κέχρωσμαι Hp.Epid.7.17
, E.Med. 497, etc.: [tense] plpf.ἐκέχρωστο Alciphr. Fr.6.17
:— = χροΐζω, touch the surface of a body, and generally, touch,γόνατα μὴ χρῴζειν ἐμά E.Ph. 1625
.2 tinge, stain,ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ' οὔ Arist.Mete. 371a24
, etc.; τὸ καλὸν χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν Alex.l. c.;πόσον αἷμα τὴν γῆν ἔχρωσεν; Lib.Or.42.41
; εὖ χ. gives a good complexion, Orib.Syn.5.23:—[voice] Pass., Arist.Col. 793b23, Mete. 375a6, Zos.Alch.p.171B.;ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.Anach.25
; κεστρεὺς χρωσθείς browned in frying, Antiph.217.11; l.c.; of the moon,χρωσθεῖσα φύσιν πολυκαμπέα Alex.Eph.
ap. Theo Sm. p.140H.; of the tongue, Gal.9.394; τὰ μέλανα (sc. διαχωρήματα)ὑπὸ μελαίνης χολῆς.. χρῴζεται Id.18(2).142
.3 taint, defile,αἵματι παλάμαν APl.4.138
, cf. Porph.Antr.11:—[voice] Pass., metaph., ; of air, to be infected,μιάσμασιν Hp.Flat.6
.4 metaph. of an author, paint,ἔχρωσα.. κατηφεῖ χρώματι τὰ νάματα Him.Ecl.12.7
. -
12 ἀχύλωτος
ἀχῡλ-ωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχύλωτος
-
13 ἄναφρος
ἄναφρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄναφρος
-
14 ὑποψάθυρος
A somewhat crumbling or friable,διαχωρήματα Hp.Prorrh.1.116
(codd. and Gal.), cf. Coac. 598 ([suff] ὑποχωρ-ψάφαρον codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποψάθυρος
См. также в других словарях:
διαχωρήματα — διαχώρημα excrement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въмѣщениѥ — ВЪМѢЩЕНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1. Действие по гл. въмѣстити в 1 знач.: прекьлѩтыи дь˫аволъ вмѣщень˫а не има(т). (χώραν οὐκ ἔχει) ФСт XIV, 215а; а д҃шю [бог] вдымаеть смотри же разумно дати слово но вмѣщению ѹ преди поставлю. како ти кажеть намъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ξυσματώδης — ξυσματώδης, ῶδες (Α) [ξύσμα] όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
σπορθύγγια — τὰ, Α [σπόρθυγγες] (κατά τον Ησύχ.) «τρίβολα, τά διαχωρήματα τών αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῡσιν» … Dictionary of Greek
sp(h)er-3 — sp(h)er 3 English meaning: cattle excrements Deutsche Übersetzung: in Worten for die Mistkũgelchen von Ziegen and Schafen , also Pille, Ball ũberhaupt (letzteres erst through Ü bertragung?) Material: Gk. σφυράς (Att.), σπυράς,… … Proto-Indo-European etymological dictionary