-
1 κατακορος
-
2 κατάκορος
κατάκοροςdeeply: masc /fem nom sg -
3 κατάκορος
κατάκορος, ον,A = κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.;κ. Χρῆσις ἀφροδισίων Steph.in Gal.1.239
D.:—in Adv., of colours, deeply,κ. μέλας Gp.16.2.1
.II metaph., immoderate,κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι Plu.Alex.2
. Adv. - ρως, to excess,ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι Arist.Rh. 1408a33
; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5;κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ Plb.4.12.9
, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάκορος
-
4 κατάκορος
ος, ον1) пресытившийся (едой и т.п.); 2) насыщенный, интенсивный (о цвете) -
5 κατάκορος
κατά-κορος, gesättigt, satt, auch überdrüssig; besser κατακορής; von der Farbe: gesättigt, dunkel; Ggstz des Gemischten: rein; übertrieben, unmäßig. Adv. κατακόρως, zur Genüge, hinlänglich; im Übermaß -
6 κατακόρως
κατάκοροςdeeply: adverbialκατάκοροςdeeply: masc /fem acc pl (doric) -
7 κατάκορον
κατάκοροςdeeply: masc /fem acc sgκατάκοροςdeeply: neut nom /voc /acc sg -
8 κατακόροις
κατάκοροςdeeply: masc /fem /neut dat pl -
9 κατακόρου
κατάκοροςdeeply: masc /fem /neut gen sg -
10 κατακόρους
κατάκοροςdeeply: masc /fem acc pl -
11 κατάκορα
κατάκοροςdeeply: neut nom /voc /acc pl -
12 κατάκοροι
κατάκοροςdeeply: masc /fem nom /voc pl -
13 κατα-κορής
κατα-κορής, ές, ganz gesättigt, nach B. A. 48, 13 besser als κατάκορος, w. m. s.
-
14 полный
επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•
стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•
все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•
полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•
глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•
взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•
он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•
человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•
-ая победа ολοκληρωτική νίκη•
-ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•
развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.
2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.3. απεριόριστος, απόλυτος•-ая власть πλήρης εξουσία•
-ая свобода πλήρης ελευθερία.
4. ολόκληρος•полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•
полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•
-ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.
|| αρκετά μεγάλος, πολύς•были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.
|| όλος, ολικός•петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•
-ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.
5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•-ая женщина γεμάτη γυναίκα.
εκφρ.- ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•полный генерал – αντιστράτηγος•полный адмирал – ναύαρχος•- ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•- ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•-ым голосом (сказать, заявить – κ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος. -
15 κατακορής
κατακορής, ές,3 of colours, deep,μέλαν κατακορές Pl.Ti. 68c
, cf. Arist.Col. 795a3; Χρῶμα ὅμοιον ῥόδῳ κ. Thphr. HP4.8.7, cf. S.E.P.1.105; , cf. Epid.4.20;τὰ κ. πονηρά Id.Coac. 601
;ἐρύθημα Id.Epid.7.7
; στήθεα κ. dub. sens. ib.2.6.14, cf. Gal.19.108.4 of harmony, complete,τῆς κοσμικῆς συμφωνίας κ. τι καὶ παναρμόνιον φθεγγομένης Nicom.Harm.3
; - κορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ πασῶν ib.5; - κορέστερον μέλος, of the spheres, lamb.VP15.65.II metaph., intense, violent, δίψα, ῥύσις, Hp. Epid.7.11, Medic.6;βήξ Id.Epid.7.26
; profound, ὕπνος ib.7.2.b metaph., βαθὺ καὶ κ. αἴνιγμα a profound problem, Ph.1.659; ἀμετάβλητος καὶ κ. γνώμη a deep resolve, Id.1.78.2 immoderate, wearisome, παρρησία, συνουσία, Pl.Phdr. 240e, Lg. 776a; ἂν ᾖ κατακορῆ [ τὰ ἐπίθετα] Arist.Rh. 1406a13, cf. Demetr.Eloc. 303;κατακορὴς ἀπείλει Tim.Pers.79
;τοῦ τῶν γυναικῶν γένους λάλου καὶ κ. ὄντος Plb. 31.26.10
, cf. 32.2.5;ὁ Δημοσθένης.. ἐν τῷ γένει τούτῳ -έστατος Longin.22.3
;- εστέραις κέχρηται ταῖς αὐστηραῖς ἁρμονίαις D.H.Dem. 45
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακορής
См. также в других словарях:
κατάκορος — κατάκορος, ον (AM) ο τελείως κορεσμένος αρχ. άμετρος, υπερβολικός («ταῑς κατακόροις γενέσθαι καὶ περιέργοις ἱερουργίαις», Πλούτ.). επίρρ... κατακόρως (AM κατακόρως) υπέρμετρα, υπερβολικά («ὧ κατακόρως χρῶνται οἱ λογογράφοι», Αριστοτ.) μσν. με… … Dictionary of Greek
κατάκορος — deeply masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόρως — κατάκορος deeply adverbial κατάκορος deeply masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκορον — κατάκορος deeply masc/fem acc sg κατάκορος deeply neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόροις — κατάκορος deeply masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόρου — κατάκορος deeply masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόρους — κατάκορος deeply masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκορα — κατάκορος deeply neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοροι — κατάκορος deeply masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)