-
1 φθόγγος
φθόγγος, ὁ, die Stimme; bes. des Menschen, Hom. Il. 5, 234; der Sirenen, Od. 12, 41. 159; Tragg.: πόλιν Ἑλλάδος φϑόγγον χέουσαν Aesch. Spt. 73; Ag. 228 Suppl. 242; Soph. εἰ τὸν Αἵμονος φϑόγγον συνίημι Ant. 1203; auch ἀγνῶτ' ἀκούω φϑόγγον ὀρνίϑων 988; Eur.; u. in Prosa, Plat. Soph. 263 e Menex. 235 b u. Folgde; übh. Schall, Klang, Laut, Ruf, οὔκουν φϑόγγος γ' οὔτ' ὀρνίϑων, οὔτε ϑαλάσσης Eur. I. A. 9; τῆς λύρας Plat. Legg. VII, 812 d, u. A.
-
2 φθόγγος
φθόγγος, ὁ, die Stimme; bes. des Menschen; der Sirenen; übh. Schall, Klang, Laut, Ruf -
3 πρός-φθογγος
πρός-φθογγος, anredend, begrüßend; προςφϑόγγοις μύϑοισι προςαυδᾶν Aesch. Pers. 149, vgl. 898.
-
4 πολύ-φθογγος
πολύ-φθογγος, von od. mit vielen Tönen; Plut. de monarch. 4; αὐλός, Pall., u. a. Sp.
-
5 πάμ-φθογγος
πάμ-φθογγος, alltönend, von allen Tönen, Hesych.
-
6 σύμ-φθογγος
σύμ-φθογγος, mittönend, einstimmig, χορός Aesch. Ag. 1160.
-
7 ταυρο-φθόγγος
ταυρο-φθόγγος, mit der Stimme eines Stiers, Aesch. frg. 51.
-
8 τανύ-φθογγος
τανύ-φθογγος, weithin, laut tönend; Qu. Sm. 11, 110, γέρανος.
-
9 φιλό-φθογγος
φιλό-φθογγος, Lärm, Geschrei liebend, gewöhnlich, oft lärmend, σκύλαξ, Anyte 23 ( App. 6).
-
10 καλαμό-φθογγος
καλαμό-φθογγος, auf dem Rohr geblasen, ὁ καλαμόφϑογγα παίζων, Pan, Ar. Ran. 231.
-
11 καλλί-φθογγος
καλλί-φθογγος, schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιϑάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.
-
12 γλυκύ-φθογγος
γλυκύ-φθογγος, süß tönend, Schol. Pind. Ol. 6, 162.
-
13 εὔ-φθογγος
εὔ-φθογγος, wohltönend, κέλαδοι εὐφϑογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφϑόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφϑογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.
-
14 βαρύ-φθογγος
βαρύ-φθογγος, stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
-
15 δύς-φθογγος
δύς-φθογγος, dasselbe, Demetr. Phal. 246.
-
16 μελί-φθογγος
μελί-φθογγος, dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.
-
17 δί-φθογγος
δί-φθογγος, doppellautend; ἡ δ., auch τὸ δ., Doppellauter, Gramm.; auch = mit einem Diphthong geschrieben, Bast zu Greg. Cor. p. 34.
-
18 μονό-φθογγος
μονό-φθογγος, eintönig, bes. bei Gramm. der einfache Vocal, im Ggstz des Diphthongen.
-
19 λιπό-φθογγος
λιπό-φθογγος, = λιπόϑροος, stumm, Nonn.
-
20 θεό-φθογγος
θεό-φθογγος, dasselbe, Sp.
См. также в других словарях:
φθόγγος — any clear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο 1. ο έναρθρος ήχος που παράγεται με τα φωνητικά όργανα, η φωνή, ο ήχος της φωνής. 2. (μουσ.), ήχος ορισμένης οξύτητας που παράγεται από την ανθρώπινη φωνή ή από μουσικό όργανο, ο μουσικός ήχος, το μουσικό σημείο, η νότα. 3. το φθογγόσημο (βλ. λ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νότα ή φθόγγος — Τα ιδιαίτερα σημεία που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα σημειογραφίας. Στη λατινική περιοχή κάθε ν. αναγνωρίζεται από την ορολογία που υιοθέτησε ο Γκουίντο ντ’ Αρέτσο: ντο (ή ουτ), ρε, μι, φα, σολ, λα. Το σι εισήχθη αργότερα. Στην αγγλοσαξονική περιοχή … Dictionary of Greek
φθόγγε — φθόγγος any clear masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοι — φθόγγος any clear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοιν — φθόγγος any clear masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοις — φθόγγος any clear masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγοισι — φθόγγος any clear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόγγου — φθόγγος any clear masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)