Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συγ-κεράννῡμι

См. также в других словарях:

  • θεοκρασία — η (Α θεοκρασία) νεοελλ. συγκρητισμός, η ανάμιξη και συγχώνευση διαφόρων θρησκειών, θεών και τύπων λατρείας αρχ. η μίξη με θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρασία (< κράσις «μίξις» < κεράννυμι), πρβλ. α κρασία, ιδιο συγ κρασία] …   Dictionary of Greek

  • θερμοκρασία — Η έννοια της θ. αποτελεί την ποσοτική έκφραση της αίσθησης του θερμού ή του ψυχρού που έχουμε όταν αγγίζουμε ένα σώμα. Για να εξαλείψουμε τις αναπόφευκτες ασάφειες που οφείλονται στην υποκειμενικότητα των αισθήσεων, παίρνουμε ως βάση για τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»