Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βρυάζω

См. также в других словарях:

  • βρυάζω — swell pres subj act 1st sg βρυάζω swell pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] …   Dictionary of Greek

  • βρυάζω — 1.βρίθω, είμαι κατάμεστος, γεμάτος από κάτι: Οι μύγες βρυάζουν γύρω στο ψοφίμι. 2. γεμίζω βρύα: Πέτρα που κυλάει, δε βρυάζει (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρυάζει — βρυάζω swell pres ind mp 2nd sg βρυάζω swell pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζον — βρυάζω swell pres part act masc voc sg βρυάζω swell pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάσομαι — βρυάζω swell aor subj mid 1st sg (epic) βρυάζω swell fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐβρύαζον — βρυάζω swell imperf ind act 3rd pl βρυάζω swell imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυαζούσης — βρυάζω swell pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζειν — βρυάζω swell pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζεις — βρυάζω swell pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρυάζοντας — βρυάζω swell pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»