-
1 βρυάζω
βρυάζω, nur praes. ( βρύω), strotzen, Ueberfluß haben, καρποῖς Orph. H. 52. 10; δέπας ἀφρῷ βρυάζον, übersprudelnd, Timoth. bei Ath. XI, 465 c; Von den VLL. ϑάλλειν, γαυριᾶν, τρυφερῶς διακεῖσϑαι erkl.; = ἥδεσϑαι, Epicur. bei Stob. flor. 17, 34 u. Plut. non posse 16; vgl. Aemilian. 2 (IX, 756); γυναῖκες ἐβρύαζον ταῖς Δωρίαις στολαῖς, machten Staat damit. Duris Sam. bei Schol. Eur. Hec. 915; vgl. Cratin. bei Mein. II, 20.
-
2 βρυάζω
βρυάζω, strotzen, Überfluß haben -
3 ἀνα-βρυάζω
ἀνα-βρυάζω, aufschreien, Ar. Equ. 600, ἀνεβρύαξαν.
-
4 ἀναβρυάζω
См. также в других словарях:
βρυάζω — swell pres subj act 1st sg βρυάζω swell pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζω — (AM βρυάζω) βρίσκομαι σε αφθονία, πληθαίνω αρχ. 1. εγκυμονώ 2. ξεχειλίζω 3. αλαζονεύομαι 4. ευχαριστιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του βρύω*] … Dictionary of Greek
βρυάζω — 1.βρίθω, είμαι κατάμεστος, γεμάτος από κάτι: Οι μύγες βρυάζουν γύρω στο ψοφίμι. 2. γεμίζω βρύα: Πέτρα που κυλάει, δε βρυάζει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρυάζει — βρυάζω swell pres ind mp 2nd sg βρυάζω swell pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζον — βρυάζω swell pres part act masc voc sg βρυάζω swell pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάσομαι — βρυάζω swell aor subj mid 1st sg (epic) βρυάζω swell fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβρύαζον — βρυάζω swell imperf ind act 3rd pl βρυάζω swell imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυαζούσης — βρυάζω swell pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζειν — βρυάζω swell pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζεις — βρυάζω swell pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρυάζοντας — βρυάζω swell pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)