-
1 διάφραγμα
διάφραγμαpartition: neut nom /voc /acc sg -
2 διάφραγμα
A partition or barrier, Th.1.133, HeroSpir.1.8;στοᾶς Inscr.Prien.99.19
; lock in a canal, PPetr.3p.343 (iii B.C.), D.S.1.33.II muscle which divides the thorax from the abdomen, midriff, diaphragm, Pl.Ti. 70a, 84d, Gal.UP4.14, etc.b δ. [τοῦ μυκτῆρος] cartilage which divides the nostrils, Arist.HA 492b16, cf. Ruf. Onom.34, Gal.17(1).824.c the velum palati, Hp.Epid.2.2.24.d septum lucidum of the brain, Gal.2.719.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάφραγμα
-
3 διαφραγμάτων
διάφραγμαpartition: neut gen pl -
4 διαφράγμασι
διάφραγμαpartition: neut dat pl -
5 διαφράγμασιν
διάφραγμαpartition: neut dat pl -
6 διαφράγματα
διάφραγμαpartition: neut nom /voc /acc pl -
7 διαφράγματι
διάφραγμαpartition: neut dat sg -
8 διαφράγματος
διάφραγμαpartition: neut gen sg -
9 διάζωμα
A that which is put round as a girdle: hence,1 a girdle, drawers,δ. ἔχειν περὶ τὰ αἰδοῖα Th.1.6
.b bandage, Hp. Fist.9.2 φρενῶν δ., = διάφραγμα 11, Arist.PA 672b10;τὸ δ. τὸ τοῦ θώρακος Id.HA 497a23
: of the pelvis, ib. 493a22; partition, Id.PA 681a3.4 gangway, giving access to the seats in a theatre, CIG(add.) 2755 ([place name] Aphrodisias), Vitr.5.6.7.5 vein, layer, marking, in stone, Dsc. 5.126.6 isthmus, Plu.Phoc.13.7 layer, stratum of atmosphere, Herm. ap. Stob.1.49.69; vein, of copper ore, Dsc.5.74 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάζωμα
-
10 ξυλουργής
ξῠλουργ-ής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξυλουργής
-
11 φρήν
φρήν, ἡ, gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί ([etym.] ν) IG12.971 (vi B. C.), Pi.N.3.62, BMus.Inscr.909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):I midriff,κραδία φρένα λακτίζει A.Pr. 881
(anap.); elsewh. always in pl.,ἔνθα φρένες ἔρχαται ἀμφ' ἁδινὸν κῆρ Il.16.481
, cf. Hp. VM22, Art.41; τὰς φρένας διάφραγμα εἰς τὸ μέσον αὐτῶν (sc. τοῦ θώρακος καὶ τοῦ κύτους) ;τοῦτο δὲ τὸ διάζωμα καλοῦσί τινες φρένας, ὃ διορίζει τόν τε πλεύμονα καὶ τὴν καρδίαν Arist.PA 672b11
, cf. HA 496b11, 506a6; also, in Hom., more vaguely,πρὸς στῆθος ὅθι φρένες ἧπαρ ἔχουσι Od.9.301
; , al.;φρένας.. εἰς αὐτὰς τυπείς A.Pr. 363
, cf. Eu. 159 (lyr.).2 heart, as seat of the passions, e.g. of fear,τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il.10.10
; of joy and grief,φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186
;γάνυται φρένα ποιμήν 13.493
;τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362
;ἄχος πύκασε φρένας 8.124
;ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442
; of anger, Od.6.147; of courage,ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487
;ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475
, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it,ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104
(exc. the shade of Teiresias, Od.10.493): so generally in Poets, ap. Arist.Ath.5.2;κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi.P.1.12
;φόβος μ' ἔχει φρένας A.Supp. 379
;μαινομένα φρενί Id.Th. 484
(lyr.);στυγεῖν μιᾷ φρενί Id.Eu. 986
(lyr.);Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id.Pr.34
; ἐκ φρενός from one's very heart, ὁ ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id.Ch. 107;ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id.Th. 919
(lyr.); οὐκ ἀπ' ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id.Ag. 805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib. 1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S.El. 1463.3 mind, as seat of the mental faculties, perception, thought,ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il.22.296
;μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600
; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od.10.438, Il.9.434;ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301
; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; ; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib. 121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον)ἐσθλῶν 9.514
;Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45
; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes.Op. 455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi.O.8.24, P.2.57; ;ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φ. ἀνώμοτος E.Hipp. 612
;κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il.1.193
, al.: pl., wits,Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od.9.362
, cf. 454, 18.331;πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il.13.394
;ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
;βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724
;ἐξ... τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360
; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od.2.243: of losing one's wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S.Ph. 865, E.Or. 1021, Ba. 944;τὰς φ. ἐκβάλλειν S.Ant. 648
;ἔξω φρενῶν Pi.O.7.47
;φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E.Heracl. 709
;φρενῶν κεκομμένος A.Ag. 479
(lyr.); ; ; ἔξεδροι, παράκοποι, E.Hipp. 935, Ba.33;ποῦ ποτ' εἶ φρενῶν; S.El. 390
;φρένες διάστροφοι A.Pr. 673
, S.Aj. 447;μαργότης φρενῶν Id.Fr. 846
;ἀνακίνησις φρενῶν Id.OT 727
, etc.; of persons in their senses,ἐπήβολος φρενῶν Id.Ant. 492
; (lyr.) (so in later Prose,οἱ φρένας ἔχοντες Phld.Po.5.19
, Rh.1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); alsoἔσω φρενῶν λέγειν A.Ag. 1052
;γράφου φρενῶν ἔσω S.Ph. 1325
;τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar.Nu. 153
; φρένες, opp. σῶμα, Hdt.3.134; soαἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E.El. 387
; attributed to animals,μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il.4.245
, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose,τίς αὐτῶν νόος ἢ φρήν; Heraclit.104
; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And.2.7;παραλλάττει τῶν φ. Lys.Fr.90
;καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X.Smp.4.55
;νοῦς καὶ φρένες D.18.324
, cf. 25.33.4 will, purpose,οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194
;σῆς ἀπεστάτουν φ. S.Ant. 993
, cf.OC 1182.—In usage there is little or no distinction observable between sg. and pl., but the sg. is not found in Prose (exc. Heraclit. l.c.) or Com. (exc. in paratrag., Ar. Ra. 886). -
12 ἐξανοίγω
A lay open,μηχανὰς Σισύφου Ar.Ach. 391
;διάφραγμα D.S.1.33
:—[voice] Pass., Str.16.1.10, Ath.Mech.36.9: [tense] pf. inf. ἐξανεῷχθαι to be exposed, of high ground, Ath.Med. ap. Orib.9.12.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξανοίγω
См. также в других словарях:
διάφραγμα — partition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
διάφραγμα — το 1. (ιατρ.), υμένας που διαχωρίζει εσωτερικά όργανα του σώματος: Έχει μάθει να αναπνέει σωστά χρησιμοποιώντας το θωρακικό διάφραγμα. 2. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικονοστάσιο ή εικονοστάσι — Διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (βλ. λ. τέμπλο)· το σημείο εκείνο του σπιτιού όπου οι πιστοί τοποθετούν εικόνες αγίων … Dictionary of Greek
διαφραγμάτων — διάφραγμα partition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγμασι — διάφραγμα partition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγμασιν — διάφραγμα partition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματα — διάφραγμα partition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματι — διάφραγμα partition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφράγματος — διάφραγμα partition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek