Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διάβολος

См. также в других словарях:

  • διάβολος — διάβολος, ο και διάολος, ο 1. το πνεύμα του πονηρού, ο Σατανάς: Ο διάβολος σε βάζει σε πολλούς πειρασμούς. 2. άνθρωπος κακός, μοχθηρός και πονηρός: Πήρε διαζύγιο, γιατί ο άντρας της ήταν σωστός διάβολος. 3. άνθρωπος πανέξυπνος, πανούργος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβολος — slanderous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • διαβολώτατον — διάβολος slanderous masc acc superl sg διάβολος slanderous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόλω — διάβολος slanderous masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάβολος slanderous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόλως — διάβολος slanderous adverbial διάβολος slanderous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβολον — διάβολος slanderous masc/fem acc sg διάβολος slanderous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Диавол — (διάβολος клеветник, обольститель). Под этим именем подразумеваются падшие духи, иначе называемые: злыми или духами злобы (Лук. 8, 2. Еф. 6, 12. Деян. 19, 13 15), нечистыми (Матф. 12, 43 45), бесами (Матф. 12, 24 28. Map. 16, 17. Иоан. 2, 19),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Диавол (религ.) — (διάβολος κлеветник, обольститель). Под этим именем подразумеваются падшие духи, иначе называемые: злыми, или духами злобы (Лук. 8, 2. Еф. 6, 12. Деян. 19, 13 15), нечистыми (Матф. 12, 43 45), бесами (Матф. 12, 24 28. Map. 16, 17. Иоан. 2, 19),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • διαβόλοις — διάβολος slanderous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»