Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διάβολος

  • 1 diable

    διάβολος

    Dictionnaire Français-Grec > diable

  • 2 ďas

    διάβολος

    Česká-řecký slovník > ďas

  • 3 devil

    διάβολος

    English-Greek new dictionary > devil

  • 4 czart

    διάβολος

    Słownik polsko-grecki > czart

  • 5 diabeł

    διάβολος

    Słownik polsko-grecki > diabeł

  • 6 szatan

    διάβολος

    Słownik polsko-grecki > szatan

  • 7 şeytan

    διάβολος, διάολος, δαίμονας, σατανάς

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şeytan

  • 8 чёрт

    -а, πλθ. черти
    -ей α.
    1. διάβολος• το ίδιο και σαν βρισιά.
    2. επίρ. -ом (απλ.) λεβέντικα.
    εκφρ.
    α) πάρα πολύ, υπερβολικά• устал до -а – παρακουράστηκα.
    β) (απλ.) συντριπτικά•
    стёкла разлетелись к -у – τα τζάμια έγιναν συντρίμμια, πάνε στο διάβολο, γ) τι στο διάβολο•
    ни -а – (απλ.) ούτε διάβολος (τίποτε απολύτως)•
    ни к -у не годится – ούτε για το διάβολο δεν κάνει (τελείως άχρηστος• (для) какого -а; за каким (коим) -ом; на какой -; на -а (απλ.) τι (στο) διάβολο, γιατί•
    чёрт тебя (его, ихκλπ.) возьми να σε πάρει ο διάβολος•
    чёрт знает кто (что) – ποιος Εέρει, ο διάβολος ξέρει, άγνωστο• (куда, откуда) чёрт принс (που, από που) ο διάβολος (τον) έφερε (για άκαιρη άφιξη κάποιου)•
    чёрт с ним (тобой, нимиκλπ.) ας πάει (πας, πάνε) στο διάβολο, ας είναι (γίνει) έτσι• чёрт-те что (где) ο διάβολος ξέρει τι (που), άγνωστο•
    - ям (чёрту) тошно – (απλ.) ούτε ο διάβολος δεν το τρώει (ξεπερνά τα όρια)•
    к -у (-ям) на рога (кулички) ή у -а на рогах (куличках)απλ. στου διαβόλου την άκρη ή τη μάνα ή την ουρά (κατάμακρα)•
    ни один чёрт ή сам чёрт – ούτε ο ίδιος ο διάβολος (κανένας)•
    одному -у известно – μόνο ένας διάβολος ξέρει δηλ. κανένας•
    что за -! – τι διάβολο!

    Большой русско-греческий словарь > чёрт

  • 9 черт

    черт
    м ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας, ὁ δαί· μων:
    к \черту! στό διάβολο!· \черт бы его побрал! νά τόν πάρει ὁ διάβολος!· \черт возьми! νά πάρει ὁ διάβολος!· один \черт τά ἰδια καί χειρότερα· до \черта τόσα πού σοῦ φεύγει τό καφάσι, πάρα πολύ· к \черту и а рога, к \черту на кулички στοῦ διαβόλου τή μάννα· чем \черт не шутит ὅλα νά τά περιμένεις· \черт его́ знает ὁ διά(β)ολος ξέρει· \черт знает что! ὁ διάολος ξέρει τί· что за \чертΙ τί διά(β)ολο!· тут сам \черт но́гу сломит ἐδῶ κι ὁ διά(β)ολος δέν τά βγάζει πέρα· не так страшен \черт, как его́ малюют ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο τρομερός ὅσο τόν παριστάνουν.

    Русско-новогреческий словарь > черт

  • 10 чёрт

    чёрт м о διάβολος, ο δαίμονας
    * * *
    м
    ο διάβολος, ο δαίμονας

    Русско-греческий словарь > чёрт

  • 11 враг

    α.
    1. εχθρός•

    внутренние и внешние враги εσωτερικοί και εξωτερικοί εχθροί•

    классовый враг ταξικός εχθρός•

    смертельный θανάσιμος εχθρός,

    2. αντίπαλος, πολέμιος.
    3. ζημιωτής•

    язык мой-- мой παρμ. η γλώσσα μου είναι ο εχθρός μου• η γλώσσα κόνικαλα δεν έχει και κόκκαλα σπάζει.

    4. παλ. ο δαίμονας, ο διάβολος,ο τρισκατάρατος•

    враг попутал меня ο διάβολος με τύλιξε (ανακάτεψε).

    Большой русско-греческий словарь > враг

  • 12 дёрнуть

    ρ.σ.
    1. βλ. дргать.
    (απλ.) περνώ, κινώ απότομα.
    2. κινούμαι, ξεκινώ απότομα.
    3. (απλ.) πίνω, τραβώ, τσούζω•

    -ем ещё ας τσούξομε ακόμα λίγο.

    4. (απλ.) αναχωρώ με μεταφορικό μέσο.
    5. (απλ.) καταπιάνομαι, με ζήλο, στα ζεστά.
    εκφρ.
    чёрт ή нелёгкая дёрнул (-ла) – ο διάβολος μ' έσπρωξε, με παρακίνησε•
    чёрт -ул за язык; -ло за язык кого – ο διάβολος μ' έβαλε και είπα τέτοια λέξη.
    βλ. дргаться.

    Большой русско-греческий словарь > дёрнуть

  • 13 ладан

    α.
    λιβάνι•

    росный ладан μοσχολίβανο, βενζόιο.

    εκφρ.
    бежать как чёрт от -а – φεύγω σαν ο διάβολος από το λιβάνι•
    бояться как чёрт -а – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι.

    Большой русско-греческий словарь > ладан

  • 14 шут

    α.
    1. παλ. γελωτοποιός•

    шут царя γελωτοποιός του τσάρου.

    || παλιάτσος, κλόουν.
    2. ο διάβολος•

    шут его знает ο διάβολος τον ξέρει•

    шут с ним στο διάβολο να πάει•

    на какой шут τι στο διάβολο.

    Большой русско-греческий словарь > шут

  • 15 шутить

    шучу, шутишь
    ρ.δ.
    1. αστειεύομαι, αστείζομαι, χωρατεύω, καλαμπουρίζω•

    он любить шутить αυτός αγαπά να κάνει αστεία•

    шутить с детьми κάνω αστεία με τα παιδιά•

    вы -ите или это серьёзно? αστεία μιλάτε ή σοβαρά;•

    не верь ему, он всё -ит μη τον πιστεύεις, αυτός πάντοτε αστειεύεται.

    2. κοροίδεύω, εμπαίζω, περιγελώ• χλευάζω.
    3. παραμελώ• αδιαφορώ•περιφρονώ• το παίρνω στ αστεία.
    εκφρ.
    шутить с огнём – κάνω αστεία (παίζω) με τη φωτιά (που έχει επικίνδυνες συνέπειες)•
    чем чёрт не -ит! – ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι και να γίνει, ο διάβολος να σκάσει•
    чем чёрт не -ит, я выиграю – ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα κερδίσω•
    шутить над кем – κοροϊδεύω (χλευάζω) κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > шутить

  • 16 бес

    бес
    м ὁ δαίμονας [-ων], ὁ διάβολος; ◊ рассыпаться мелким \бесом перед ке́м-л. κολακεύω κάποιον, κάνω τεμενάδες.

    Русско-новогреческий словарь > бес

  • 17 дернуть

    дерну||ть
    сов см. дергать 1, 2·^ \дернутьла меня нелегкая! разг ὁ διάβολος μ' Εσπρωξε!.

    Русско-новогреческий словарь > дернуть

  • 18 дьявол

    дьявол
    м ὁ διάβολος, ὁ δαίμονας [-ων], τό πονηρό[ν] πνεύμα.

    Русско-новогреческий словарь > дьявол

  • 19 ладан

    ладан
    м τό λιβάνι, τό λάδανο[ν]:
    росный \ладан τό μοσχολίβανο[ν]· ◊ дышать на \ладан разг μυρίζει λιβάνι, εἶναι ἐτοιμοθάνατος, πνέει τά λοίσθια· боится как черт \ладана φοβᾶται ὅπως ὁ διάβολος τό λιβάνι.

    Русско-новогреческий словарь > ладан

  • 20 малевать

    малевать
    несов презр. (плохо рисовать) ζωγραφίζω ἄτεχνα, πασαλείβὠ ◊ не так страшен черт, как его́ малюют погов. ὁ διάβολος δέν εἶναι τόσο φοβερός ὀσο τόν παριστάνουν.

    Русско-новогреческий словарь > малевать

См. также в других словарях:

  • διάβολος — διάβολος, ο και διάολος, ο 1. το πνεύμα του πονηρού, ο Σατανάς: Ο διάβολος σε βάζει σε πολλούς πειρασμούς. 2. άνθρωπος κακός, μοχθηρός και πονηρός: Πήρε διαζύγιο, γιατί ο άντρας της ήταν σωστός διάβολος. 3. άνθρωπος πανέξυπνος, πανούργος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβολος — slanderous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • Ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. — ὃταν ὁ θεὸς τὸ γέννημα ὁ διάβολος τὸ σάκκιον. См. Бог с рожью, а чорт с костром …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • διαβολώτατον — διάβολος slanderous masc acc superl sg διάβολος slanderous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόλω — διάβολος slanderous masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάβολος slanderous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβόλως — διάβολος slanderous adverbial διάβολος slanderous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάβολον — διάβολος slanderous masc/fem acc sg διάβολος slanderous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Диавол — (διάβολος клеветник, обольститель). Под этим именем подразумеваются падшие духи, иначе называемые: злыми или духами злобы (Лук. 8, 2. Еф. 6, 12. Деян. 19, 13 15), нечистыми (Матф. 12, 43 45), бесами (Матф. 12, 24 28. Map. 16, 17. Иоан. 2, 19),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Диавол (религ.) — (διάβολος κлеветник, обольститель). Под этим именем подразумеваются падшие духи, иначе называемые: злыми, или духами злобы (Лук. 8, 2. Еф. 6, 12. Деян. 19, 13 15), нечистыми (Матф. 12, 43 45), бесами (Матф. 12, 24 28. Map. 16, 17. Иоан. 2, 19),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • διαβόλοις — διάβολος slanderous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»