Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δηλονότι

См. также в других словарях:

  • δηλονότι — clearly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλονότι — (AM δηλονότι) 1. σαφώς, φανερά, εμφανώς 2. (επεξ.) ήτοι, τουτέστιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση «δήλον (εστί) ότι»] …   Dictionary of Greek

  • ATTICA Terra — apud Zosimum Panopolitam, in consectione admirabilis illius tincturae, quam ὕδωρ ἅτικτον vocabant: Τὰ δὲ ὕδατα τοῦ καταλόγου ἐξίσου, καὶ γῆ Ποντικὴ, καὶ Α᾿ττικὴ καὶ Α᾿ρμένιον καὶ βοτανῶν δηλονότι τοῦ κρόκου καὶ τοῦ ἐλυδρίου τὸ διπλοῦν: ochra… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JUDAEI — quae gens, dictum in voce Iudaea: sed et Christiani hoc nomine primis Annis venêrunt. Neque enim eorum quisquam erat per tempus aliquod, a Domini ascensu, qui non aut origine atque undiquaque Iudaeus, s. Hebraeus ex Hebraeis; aut e Gentibus, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PONTICA Terra — apud Zosimum Panopolitam, in confectione admirabilis illius tincturae, quam Υ῞δωρ ἄθνητον vocabant, Τὰ δὲ ὕδατα τοῦ καταλόγου ἑζίςου καὶ γῆ Ποντικὴ, καὶ Α᾿ττικὴ καὶ Α᾿ρμένιον καὶ βοτανῶν δηλονότι τοῦ κρόκου καὶ τοῦ ἐλυδρίου τὸ διπλοῦν: Sinopis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δοξαράς — I Επώνυμο επτανησιακής οικογένειας με καταγωγή από τη Μάνη, μέλη της οποίας υπήρξαν γνωστοί ζωγράφοι, κληρικοί και στρατιωτικοί. 1. Δημήτριος (; – 1771). Ζωγράφος και στρατιωτικός. Ήταν γιος του Παναγιώτη (βλ. 4.) και αδελφός του Νικόλαου (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • υπολημνίσκος — και ὑπολιμνίσκος, ὁ, Α (κατά τον Επιφάν.) «ὁ γοῡν ὑπολιμνίσκος τοιοῡτόν ἐστι ἁπλῆ δηλονότι γραμμή, ὀβελοῡ τὸ σχῆμα ἔχουσα, ὑποκειμένην δὲ ἔχουσα στιγμήν, ἤγουν κέντρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λημνίσκος «στενή ταινία από μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • φρυνεός — ὁ, Α [φρύνος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «δηλονότι φρῡνος φρυνεὸς... εἶδος βατράχου, παρὰ τὸ ἐμφερεῑς εἶναι πρὸς τοὺς ἄλλους, ἤ ἀπὸ τοῡ φέρεσθαι ἀπὸ τῆς λιμνώδους φύσεως ἐπὶ τὸ χερσαῑον» …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • ԱՅՍ — I. (այսր, այսմ, յայսմ, այսու, այսք, այսց. կամ այսորիկ, այսմիկ, յայսմանէ, այսուիկ, այսոքիկ, այսոցիկ, յայսցանէ, այսոքիւք.) NBH 1 0093 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c դեր. ցուց. ա. Իբր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՅՏ — (ի, ից.) NBH 2 0320 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c, 15c ա. φανερός, δῆλος, η, ον, γνώριμος manifestus եւն. Տ. ՅԱՅՏՆԻ. որոյ է արմատ. (լծ. հյ. Այտ՝ որպէս ʼի դուրս երեւեալ, եւ այտուցեալ. մանաւանդ թ. այտըն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»