-
61 ποικίλος
A many-coloured, spotted, pied, dappled,παρδαλέη Il.10.30
; codd. ( αἰόλον Sch.);δράκων Pi.P.8.46
; ἴυγξ ib.4.214; ;ὄρνιθες Plot.4.4.29
; also of cattle, PCair.Preis.37.9 (iii B.C.), etc.;- ώτερον ταὧ Alex.110.14
, cf. Ath.9.397c; opp. ὁμόχρους, Arist.HA 543a25;κιθῶνες Hdt.7.61
; λίθος Αἰθιοπικὸς π., of the red granite of Syene, Id.2.127, cf. IG42(1).106i96, 113(Epid., iv B.C.); ; in X.An.5.4.32, tattooed.II wrought in various colours, of woven or embroidered stuffs, in Hom. as epith. of πέπλος, Il.5.735, al.;ἱμάς 14.215
; ; ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν, of a rich carpet, A.Ag. 923; ποικίλα, τά, ib. 926, 936, Theoc.15.78; π., τό, a broidered robe, Cratin. 38;ἐπίβλημα π. IG12.387.28
; of Cyprian, Carthaginian, and Sicilian stuffs, Ar.Fr. 611, Hermipp.63.23, Philem.76.4. Adv.-λως, ὑφασμένον Antiph.99
(dub.);στρωμναὶ π. διηνθισμέναι LXXEs.1.6
.2 of metal work, τεύχεα π. χαλκῷ cunningly wrought in bronze, Hes.Sc.[423];θώρηξ Il.16.134
; τεύχεα, ἔντεα, σάκος, δίφρος, κλισμός, etc., 4.432, 10.75, 149, 501, Od.1.132, etc.; butδεσμὸς π.
intricate,8.448
.3 ἡ στοὰ ἡ π. the Painted Hall at Athens, Aeschin.3.186;ἡ π. στοά D.45.17
, 59.94, cf. Paus.1.15.1; also Ποικίλη alone, Id.5.11.6, Luc.DMeretr.10.2; or ἡ Π., Id.Pisc.13, 16, etc.; also π. στοά, at Olympia, Paus.5.21.17; λέσχη π., at Sparta, Id.3.15.8;θρᾶνος π. PCair.Zen.445.5
(iii B.C.).4 of drugs, complicated, Aret.CD1.4.III metaph., changeful, diversified, manifold, ;π. κακῶν ταμιεῖον Democr.149
;- ώτερος αὐτοῦ Πρωτέως Luc.Sacr.5
;ποικίλα ἀντὶ ἁπλοῦ Pl.Tht. 146d
;- ώτερα ποιεῖν τὰ νοσήματα Id.R. 426a
; παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ π. καὶ παντοίως ἐχούσας ib. 559d;οὕτω δὲ π. τί ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ παντοδαπόν Id.Prt. 334b
;πηδήσεις ὡς ἔνι -ωτάτας ποιεῖσθαι Arr. Tact.43.3
; π. μῆνες the changing months, Pi.I.4(3).18 (nisi leg. ποικίλα [χθών]); π. εὐεργεσία IG5(2).268.22
(Mantinea, i B.C.). Adv.- λως
in various ways,Hp.
Art.33, Gal.13.91: [comp] Comp. -ωτέρως, θρεπτέον Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.85; but- ώτερον Sor.Vit.Hp.4
.2 of Art, π. ὕμνος a song of changeful strain or full of diverse art, Pi.O.6.87;ποικίλον κιθαρίζων Id.N.4.14
;δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις μῦθοι Id.O.1.29
; of style,λέξις ποιητικωτέρα καὶ π. Isoc.15.47
([comp] Comp.);σχηματισμοί D.H.Is.3
.3 intricate, complex, εἱλιγμοὶ -ώτατοι, of a labyrinth, Hdt.2.148; of an oracle, Id.7.111 ([comp] Comp.);ὁ θεὸς ἔφυ τι π. E.Hel. 711
; π. νόμος, opp. νοῆσαι ῥᾴδιος, Pl.Smp. 182b; π. μηχάνημα, λόγοι, S.OC 762, Ar.Th. 438; opp. ἁπλούστερος, Arist. Rh. 1416b25;οὐδὲν π. οὐδὲ σοφόν D.9.37
. Adv. -λως, αὐδώμενος speaking in double sense, S.Ph. 130;π. ᾐνιγμένος Ar.Eq. 196
.b of abstruse knowledge, intricate, subtle,εἰδέναι τι π. E.Med. 300
; οὐδὲν π. nothing abstruse or difficult, Pl.Men. 75e, Grg. 491d, etc.c of persons and things, subtle, artful, wily, of Prometheus, Hes.Th. 511, A.Pr. 310; of Odysseus, E.IA 526;π. γὰρ ἁνήρ Ar.Eq. 758
;φύσει π. Plb.8.18.4
;ἀλώπηξ κερδαλέα καὶ π. Pl.R. 365c
; π. λαλήματα, of the Sirens, E.Andr. 937;π. τόξον B.9.43
;βουλεύματα Pi. N.5.28
. Adv. subtly, artfully, E.Ba. 888(lyr.);σοφῶς.. καὶ π. Alex. 110.20
;π. χρώμενοι τοῖς πράγμασιν Plb.4.30.7
.4 changeable, unstable,ὁ εὐδαίμων οὐ π. καὶ εὐμετάβολος Arist.EN 1101a8
; π. ἐλπίδες doubtful hopes, Plb.14.1.5;π. περιστάσεις OGI194.5
(Egypt, i B.C.). Adv. -λως, ἔχειν to be different, X.Mem.2.6.21;δέος π. περιαμύττον τὸν νοῦν Pl.Ax. 365c
: [comp] Comp. - ωτέρως dub. in Epicur.Nat.5G. (Cf. Skt. pimśáti 'dress (meat)', 'adorn', péśas 'shape', 'colour', 'embroidery', Lith. pi[etilde]šti 'draw', 'write', Slav. p[icaron]sati 'write'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλος
-
62 πολύδεσμος
πολῠ-δεσμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύδεσμος
-
63 προεπίδεσμος
προεπί-δεσμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προεπίδεσμος
-
64 σηρά
-
65 σιδηροδέσμος
σῐδηρο-δέσμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηροδέσμος
-
66 στηθοδέσμη
στηθο-δέσμη, ἡ, woman'sA breast-band, EM749.44; also [suff] στηθο-δεσμία, ἡ, Sor.1.55; [suff] στηθο-δεσμίς, ίδος, ἡ, PCair.Zen.456.1 (iii B.C.), LXXJe.2.32, Phleg.Fr.36.1J., Gal.18(1).823; [suff] στηθό-δεσμος, ὁ, Poll.7.66: a bandage, Heliod. ap. Orib.48.49 tit.:—[var] Dim. [suff] στηθο-δέσμιον, τό, EM749.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στηθοδέσμη
-
67 στρωματόδεσμον
στρωμᾰτό-δεσμον, τό,A a leathern or linen sack in which slaves had to tie up the bedclothes ([etym.] στρώματα), Ar.Fr. 253, Pherecr.185, X.An.5.4.13, Aeschin.2.99;σ. συσκευάσασθαι Pl.Tht. 175e
; : also [suff] στρωμᾰτό-δεσμος, ὁ, Amips.38, Plu.Caes.49, cf. Phryn. 379.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωματόδεσμον
-
68 σφιγκτήρ
A that which binds tight, lace, band, etc.,κόμας σφιγκτῆρα.. κεκρύφαλον AP6.206
(Antip. Sid.);σ. δεσμός Nonn.D. 16.391
.II muscle closing an aperture which naturally remains in the state of contraction, AP12.7 (Strat.), Heliod. ap. Orib.44.23.55, Sor.1.16, Gal.UP4.19, Paul.Aeg.6.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφιγκτήρ
-
69 σχηματόδεσμος
σχημᾰτό-δεσμος, ὁ, a kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματόδεσμος
-
70 τετράκνημος
τετρᾰ-κνημος, ον,A fourspoked, Pherecyd.51 (b) J.; [dialect] Dor. [suff] τετράκναμος, δεσμός, of Ixion's wheel, Pi.P.2.40; ἴυγξ the wryneck tied on the four-spoked wheel, ib.4.214.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράκνημος
-
71 τριχόδεσμος
τρῐχό-δεσμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριχόδεσμος
-
72 χειροβρώς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροβρώς
-
73 χειρόδεσμος
χειρό-δεσμος, ὁ,A handcuff, manacle, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρόδεσμος
-
74 χονδρονευρώδης
χονδρο-νευρώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χονδρονευρώδης
-
75 ἀγκωνόδεσμος
A cubital, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκωνόδεσμος
-
76 ἀγχόνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγχόνιος
-
77 ἀδήλητος
II [voice] Act., not hurting, δεσμός ib.41.199.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδήλητος
-
78 ἀεικής
A unseemly, shameful,ἀεικέα λοιγὸν ἀμύνειν Il.1.456
, al.;ἀεικέα [εἵματα] ἕσσαι Od.24.250
;δεσμός A.Pr.97
, cf. 525;ἀεικεῖ σὺν στολᾷ S.El. 191
(lyr.);- έστερα ἔπεα Hdt.7.13
; οὐδὲν ἀ. παρέχεσθαι cause no inconvenience, Id.3.24; ἀεικέα μισθόν (v.l. ἀνεικέα, q.v.) meagre, Il.12.435; soοὐ.. ἀεικέα.. ἄποινα 24.594
. Adv.ἀεικῶς Hsch.
; [dialect] Ion.- έως Simon.13
; ἀεικές as Adv., Od.17.216. -
79 ἀμπελόδεσμος
ἀμπελό-δεσμος, ὁ, Sicilian plant usedA for tying up vines, esparto, Lygeum Spartum, Plin.HN17.209.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπελόδεσμος
-
80 ἀναγκαῖος
A of, with, or by force:I [voice] Act., constraining, applying force, μῦθος ἀ. a word of force, Od.17.399; χρειὼ ἀ. urgent necessity, Il.8.57; ἦμαρ ἀ. day of constraint, i.e. life of slavery, 16.836; ἀ. τύχη a doom imposed by fate, or fateful chance, S.Aj. 485, cf. 803 (but, fatal chance, Id.El.48);πᾶν γὰρ ἀ. χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυ Thgn.472
, cf. 297, E.Or. 230; τῆς ἀρχῆς τῷ ἀ. παροξυνομένους by the compulsory nature of our rule, Th.5.99;δεσμὸς ἀ. Theoc.24.33
; ἐξ ἀναγκαίου under stress of circumstances, Th.7.60.2 forcible, cogent, ;ἀποδείξεις Ti. 40e
; ; τὰ-ότερα τῶν ἀντιγράφων the more authoritative copies, Sch.S. OC 390.II [voice] Pass., constrained, forced, twice in Od., πολεμισταὶ ἀ. soldiers perforce, Od.24.499; so δμῶες ἀ. ib. 210 (where however Eust. expl. it χρειώδεις trusty, serviceable, v. infr. 6).2 necessary (physically or morally), οὐκ ἀ. unnecessary (on its diff. senses in philosophy v. Arist.Metaph. 1015a20ff.), ἀ. [ἐστί] it is necessary to.., S.Ph. 1317, etc.; γίνεταί μοι ἀναγκαιότ ατον, c. inf., Hdt.3.65; ἀ. κακόν a necessary evil, Men.651, cf. Hybreasap.Str.14.2.24: also c. inf.,ἔνιαι τῶν ἀποκρίσεων ἀναγκαῖαι διὰ μακρῶν τοὺς λόγους ποιεῖσθαι Pl.Grg. 449b
; ; [μαθήματα] ἀναγκαῖα προμεμαθηκέναι necessary for us to have learnt them before, Lg. 643c.bτὰ ἀ.
things necessary to be done,X.
Mem.1.1.6; τὰ ἐκ θεοῦ ἀ. the appointed order of things, HG 1.7.33;θεῶν ἀναγκαῖον τόδε E.Hec. 584
codd.: τὸ ἀ., = ἀνάγκη, Arist. Ph. 200a31.4 indispensable, i. e. a bare minimum, freq. in [comp] Sup., τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος the least height that was absolutely necessary, Th.1.90; ἡ ἀναγκαιοτάτη πόλις the least that could be called a city, Pl.R. 369d;ἐκ τεττάρων ἀναγκαιοτάτων συγκεῖσθαι πόλιν Arist.Pol. 1291a12
; αὐτὰ τἀναγκαιότατ' εἰπεῖν give a bare outline of the facts, D.18.126, cf. 168; ἡ ἀ. συγγένεια the most distant degree of kinship recognized by law, 44.26: less freq. in Posit.,οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι Th.1.70
: hence, scanty, makeshift,παρασκευή 6.37
.5 of persons, connected by necessary or natural ties, i. e. related by blood, Antipho 1.4, Pl.R. 574b;ἀ. δόμοις E.Alc. 533
;οἱ ἀ.
kinsfolk,X.
An.2.4.1;ἀ. φίλοι E.Andr. 671
;συγγενεῖς καὶ ἀ. ἄνθρωποι D.19.290
;τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ ἀ. φίλους Act.Ap.10.24
, cf. PFlor.2.142.2 (iii A. D.).6 Astrol., efficacious, Vett.Val.63.1 ([comp] Comp.): ἀ. γραμμή line of fate, Cat.Cod.Astr.7.238.III Adv. - ως of necessity, perforce, ἀ. ἔχει it must be so, Hdt.1.89, A.Ch. 239, S.Tr. 723, Pl. Phd. 91e, etc.;ἀ. ἔχει μοι ποιέειν ταῦτα Hdt.8.140
.ά, al.; ἀ. φέρειν, opp. ἀνδρείως, Th.2.64; as best might be, Pl. Ti. 69d.2 γελοίως καὶ ἀ. λέγειν in a narrow sense (cf. 11.4, but prob. with play on 111.1), Id.R. 527a;πτωχῶς μέν, ἀλλ' ἀ. Babr.55.2
:—[comp] Sup.ἀναγκαιότατα, λέγεις Pl.Phlb. 40c
.IV οἱ ἀ. τόποι privy parts, Vett.Val.113.9.V ἀναγκαῖον, τό, v. sub v.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναγκαῖος
См. также в других словарях:
δεσμός — band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες … Dictionary of Greek
δεσμούς — δεσμός band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμόν — δεσμός band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek