-
1 δενδροειδής
δενδροειδήςtree-like: masc /fem nom sg -
2 δενδροειδής
ης, ες древовидный -
3 δενδροειδής
δενδρο-ειδής, ές,A tree-like, Dsc.4.164.9, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδροειδής
-
4 δενδροειδέσι
δενδροειδήςtree-like: masc /fem /neut dat pl -
5 δενδρώδης
δενδρ-ώδης, ες,A = δενδροειδής, tree-like, Arist.Long. 467b1, Dsc.4.164, 173, Heraclit.Incred.23.2 δ. Νύμφαι woodnymphs, AP7.196 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δενδρώδης
-
6 κωβιός
κωβιός, ὁ, a fish of theII = τιθύμαλλος χαρακίας, Dsc.4.164; = τ. δενδροειδής, Plin.HN26.71.
См. также в других словарях:
δενδροειδής — tree like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροειδής — ές (AM δενδροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με δένδρο, ο όμοιος με δένδρο νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. γένος Κολεόπτερων Εντόμων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ομάδα ζώων που βρέθηκαν μόνο σε απολιθώματα … Dictionary of Greek
δενδροειδέσι — δενδροειδής tree like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
δενδρώδης — ες (AM δενδρώδης, ες) [δένδρον] γεμάτος με δένδρα, δασώδης αρχ. 1. ο όμοιος με δένδρο, ο δενδροειδής 2. (ως επίθ. τών Νυμφών) «δενδρώδεις Νύμφαι» οι νύμφες τού δάσους … Dictionary of Greek
κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… … Dictionary of Greek
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek