Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δενδροειδής

См. также в других словарях:

  • δενδροειδής — tree like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροειδής — ές (AM δενδροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με δένδρο, ο όμοιος με δένδρο νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. γένος Κολεόπτερων Εντόμων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ομάδα ζώων που βρέθηκαν μόνο σε απολιθώματα …   Dictionary of Greek

  • δενδροειδέσι — δενδροειδής tree like masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • δενδρώδης — ες (AM δενδρώδης, ες) [δένδρον] γεμάτος με δένδρα, δασώδης αρχ. 1. ο όμοιος με δένδρο, ο δενδροειδής 2. (ως επίθ. τών Νυμφών) «δενδρώδεις Νύμφαι» οι νύμφες τού δάσους …   Dictionary of Greek

  • κωβιός — ο (AM κωβιός) κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια γωβιίδες, αλλ. γωβιός αρχ. δύο είδη φυτών, το τιθύμαλλος χαρακίας και το τιθύμαλλος δενδροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για… …   Dictionary of Greek

  • οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»