-
1 δεκατηλόγος
A = δεκατευτής, D.23.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκατηλόγος
-
2 ἀριθμός
ἀριθμός [ᾰ], (Aἁρ- IG1.164
), ὁ, number, first in Od.,λέκτο δ' ἀριθμόν 4.451
;ἀριθμῷ παῦρα Semon.3
;ἓν ἀριθμῷ Hdt.3.6
;ἀριθμὸν ἕξ Id.1.14
, cf. 50;ἐς τὸν ἀ. τρισχίλια Id.7.97
; πλῆθος ἐς ἀ. the amount in point of number, ib.60;τὸν ἀ. δώδεκα Euphro11.11
;δύο τινὲς ἢ τρεῖς.. εἰς τὸν ἀ. Men.165
;ἔλαττον μήτε ὄγκῳ μήτε ἀριθμῷ Pl.Tht. 155a
; ;σταθμῷ καὶ ἀ. X. Smp.4.45
;δι' ἀ. καὶ μέτρου Plu.Per.16
, cf. E.Tr. 620: prov., λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν 'count the pebbles on the shore', Pi.O.13.46, cf. 2.98; οὐ γιγνώσκων ψήφων ἀριθμούς, of a blockhead, Ephipp. 19;οὔτ' ἀριθμὸν οὔτ' ἔλεγχον.. ἔχων Dionys.Com.3.13
.2 amount, sum,πολὺς ἀ. χρόνου Aeschin.1.78
;ἀ. τῆς ὁδοῦ X.An.2.2.6
; ἀ. [χρυσίου] a sum of money, Id.Cyr.8.2.16.3 ἀριθμῷ, abs., in certain numbers, Hdt.6.58; but by tale,Th.
2.72;ἀ. διδόναι Dionys.Com.3.6
.4 item or term in a series, ;τρίτον ὠδίνων ἀ. Epigr.Gr.574
;ναῦς πολλοὺς ἀ. ἄγνυται ναυαγίων E.Hel. 410
, cf. Arist.Po. 1461b24; τοὺς ἀ. τοῦ σώματος points of the body, Pl.Lg. 668d;τοὺς ἀ. ἑκάστου τῶν νοσημάτων Hp.Acut. 3
;τὸ καλὸν ἐκ πολλῶν ἀ. ἐπιτελεῖσθαι Plu.2.45c
: hence as a mark of completeness,πάντας τοὺς ἀ. περιλαβών Isoc.11.16
; τοῦ καθήκοντος τοὺς ἀριθμούς the sum total of duty, M.Ant.3.1.5 number, account, as a mark of station, worth, rank, μετ' ἀνδρῶν ἵζει ἀριθμῷ takes his place among men, Od.11.449;εἰς ἀνδρῶν μὲν οὐ τελοῦσιν ἀ. E.Fr. 492
;εἰς ἀ. τῶν κακῶν πεφύκαμεν Id.Hec. 1186
; ξενίας ἀριθμῷ πρῶτ' ἔχειν ἐμῶν φίλων in regard of friendship, ib. 794; δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχῃ ἀριθμόν have no account made of them, Id.Fr. 519; οὐδ' εἰς ἀ. ἥκει λόγων she comes not into my account, Id.El. 1054;ἀ. οὐδεὶς οὐδὲ λόγος ἐστί τινος Plu.2.682f
, cf. Call.Epigr.27.6, Orac. ap. Sch.Theoc.14.48.6 mere number, quantity, opp. quality, ταῦτ' οὐκ ἀ. ἐστιν, ὦ πάτερ, λόγων a mere set of words, S.OC 382; of men, οὐκ ἀ. ἄλλως not a mere lot, E.Tr. 476;ἀριθμός, πρόβατ' ἄλλως Ar. Nu. 1203
; sometimes even of a single man, οὐκ ἀριθμὸν ἀλλ' ἐτητύμως ἄνδρ' ὄντα not a mere unit, E.Heracl. 997; also ἀριθμὸν πληροῦν to be a mere cipher, Chor.Milt.66.II numbering, counting, μάσσων ἀριθμοῦ past counting, Pi.N.2.23; esp. in phrases, ἀ. ποιεῖσθαι τῶν νεῶν to hold a muster of.., Hdt.8.7;ποιεῖν X.An.7.1.7
, etc.; παρεῖναι εἰς τὸν ἀ. ib.II; εἴ τι δυνατὸν ἐς ἀ. ἐλθεῖν can be stated in numbers, Th.2.72.III the science of numbers, arithmetic,ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων A.Pr. 459
; ;ἀ. καὶ λογισμὸν εὑρεῖν Pl.Phdr. 274c
, cf. R. 522c: prov.,εἴπερ γὰρ ἀριθμὸν οἶδα E.Fr.360.19
.IV in Philos., abstract number, Arist.Cat. 4b23, Metaph. 990a19, al.; ἀ. μαθηματικός ib. 1090b35; ἀ. οὐσιώδης, opp. τοῦ ποσοῦ, Plot.5.5.4; ἀ. ἑνιαῖος, οὐσιώδης, ἑτεροῖος, Dam.Pr. 228.V Gramm., number, Stoic.3.214, D.T.634.16, A.D.Synt.32.2,al.; cf. ἑνικός, δυικός, πληθυντικός.X sum of numerical values of letters in a name, Apoc.13.17,al.; φιλῶ ἧς ἀριθμὸς φμέ Pompeian Inscr. in Rend.Linc.10(1901).257.XI unit of troops, = Lat. numerus, CIG 5187 (vi A. D.), BGU 673 (vi A. D.), etc.; = legio, Jul.ad Ath.280d, Zos.5.26, PLond. 5.1711.69 (vi A. D.).XII Astrol., mostly in pl., degrees traversed in a given time, Ptol.Tetr. 112, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.107.30; τοῖς ἰδίοις ἀ. at her normal speed, of the moon, Gal.19.531; also of degrees of latitude, Heph.Astr.2.8,3.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριθμός
См. также в других словарях:
δεκατηλόγος — ο (AM δεκατηλόγος) ο δεκατευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάτη + λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
καταστρέφω — (AM καταστρέφω) φθείρω, αφανίζω, εξολοθρεύω, επιφέρω παντελή φθορά νεοελλ. 1. φθείρω ηθικά, διαφθείρω, χαλώ 2. διακορεύω παρθένο 3. μέσ. καταστρέφομαι χάνω την περιουσία μου, χρεωκοπώ αρχ. 1. στρέφω το άνω μέρος προς τα κάτω, ανατρέπω,… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… … Dictionary of Greek