Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεδεμένος

См. также в других словарях:

  • δεδεμένος — δέω 1 bind perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въдатисѧ — ВЪДА|ТИСѦ (47), МЬСѦ, СТЬСѦ гл. 1.Отдаться на милость, сдаться в плен: Ѡлег... иде Ростову. и Ростовци вдашасѩ ему. ЛЛ 1377, 85 об. (1096); Леѡнъ Диѡгеневичь... иде на ц(с)рѩ. Алекси˫а. и вдашасѩ ѥму. городъ Дунаискы(х) нѣколико. Там же, 96 об.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • FASCIA — ex Graeco Βασκία, ut videre est, apud Salmas. ad Solin. p. 138. non modo in vestitu, sed etiam in ornatu numeratur, Martiano Capellae l. 2. de Nupt. At cingulum, quo pectus annecteret, sibi prudens mater exolvit, et ne Philologia ipsius Phronesis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

  • συστασιαστής — ο, ΝΑ [συστασιάζω] αυτός που μετέχει με άλλους σε στάση («ἦν δὲ... ὁ Βαραββᾱς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • ταινίδιον — τὸ, Α [ταινία] υποκορ. 1. μικρή και στενή λωρίδα υφάσματος 2. δερμάτινο λουρί 3. μικρή κοσμηματοθήκη («δακτύλιος χρυσοῡς ἐν ταινιδίῳ ἐν δεδεμένος ξυλίνῳ», επιγρ. Δήλου) 4. λεπτό κόσμημα («στέφανον ἐλάας μετὰ ταινιδίου φοινικιοῡ», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • ԹԱԳ — (ի, աւ կամ իւ կամ ով, աց կամ ից, իւք, օք, ովք.) NBH 1 0788 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 12c գ. որ եւ թ. թաճ. δίδημα diadema, corona regis Պսակ կամ կամ խոյր արքայական ʼի ձեւ գլխոյ նռան. *Ետ ցնա թագ եւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»