Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δαυχνα-

См. также в других словарях:

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • Δαυχναφόριος — Δαυχναφόριος, ο (Α) πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακή λ. < *δαύχνα (παράλληλος τ. τού δάφνη*, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + φόριος < φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)] …   Dictionary of Greek

  • δαυχνοφόρος — δαυχνοφόρος, ον (Α) ο δαφνοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαύχνα, παράλληλος τ. τού δάφνη* που απαντά μόνο σε σύνθετα, + φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)] …   Dictionary of Greek

  • augh-, ugh- —     augh , ugh     English meaning: nape     Deutsche Übersetzung: “Genick”     Material: Charpentier KZ. 46, 42 places together O.Ind. uṣṇíhü f. “ neck “ (only pl.) and Gk. αὐχήν “ nape, throat, straits “. In uṣṇíhü before lies diminutive… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»