-
1 δαύχνα
δαύχνα, Thess.,A = δάφνη, found only in compds. (cf. ἀρχιδαυχναφορέω):—hence [full] δαυχνοφόρος, = δαφνηφόρος, cj. in Alcm.17: [full] Δαυχναφόριος, ὁ, prob. epith. of Apollo in Cyprus, Ber.Sächs.Ges.1908.3; cf. [full] Δαυχναῖος, patron. fr. Δαύχνας, IG9(2).1228.26. (Perh. akin not to δάφνη, but to δαῦκος.)
См. также в других словарях:
δαυχνοφόρος — δαυχνοφόρος, ον (Α) ο δαφνοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαύχνα, παράλληλος τ. τού δάφνη* που απαντά μόνο σε σύνθετα, + φορος < φέρω (πρβλ. Δαυχναφόριος)] … Dictionary of Greek
Δαυχναφόριος — Δαυχναφόριος, ο (Α) πιθ. επίθετο του Απόλλωνος δαφνηφόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Κυπριακή λ. < *δαύχνα (παράλληλος τ. τού δάφνη*, που απαντά μόνο σε σύνθετα) + φόριος < φόρος < φέρω (πρβλ. δαυχνοφόρος)] … Dictionary of Greek
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
συνδαυχναφόρος — ὁ, Α αυτός που επίσης φέρει δάφνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυχνοφόρος «δαφνοφόρος»] … Dictionary of Greek